Γεννήθηκα το 1958 στο Ηράκλειο Κρήτης, όπου και μεγάλωσα με τους γονείς και τους δύο αδερφούς μου. Το κλίμα στην οικογένεια ήταν βαρύ. Αυτό το αποδίδω στο γεγονός ότι οι γονείς μου παντρεύτηκαν, χωρίς να έχει γνωρίσει ούτε μια μέρα ο ένας τον άλλον. Ήταν ένας κατά παραγγελία γάμος.
Παρέμειναν, μέχρι το τέλος, ξένοι μεταξύ τους. Δεν υπήρχε ούτε ανθρώπινη ζεστασιά ούτε οικογενειακή αγάπη. Εμένα αυτό με έκανε μελαγχολικό και ίσως εξηγεί και την προσκόλλησή μου στο αλκοόλ, μόλις από την ηλικία των 17 χρόνων. Μάλλον έψαχνα να βρω μια διέξοδο και το αλκοόλ απάλυνε τον ψυχικό μου πόνο. Έκανα, δε, και το σημαντικότερο λάθος που μπορεί να κάνει ένα παιδί και για το οποίο μετάνιωσα: παράτησα το σχολείο στην πρώτη λυκείου, απαξιώνοντάς το, παρόλο που ήμουν καλός μαθητής. Αυτό προϋπόθετε την εκτέλεση ενός καθημερινού προγράμματος.
Μόλις πήγα στην πρώτη γυμνασίου και είδα τοιχοκολλημένο το ημερήσιο πρόγραμμα, έπαθα πανικό. Από τη δευτέρα γυμνασίου, μάλιστα, πήγαινα σε νυχτερινό, καθώς το πρωί δούλευα στο καφενείο του πατέρα μου. Σκεφτόμουν, δε, ότι μόλις θα τελείωνα τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις θα έβρισκα κάποια δουλειά ή θα αναλάμβανα το καφενείο, καθώς ο πατέρας θα συνταξιοδοτούνταν. Καθώς έπινα, όμως, τα βράδια, δεν μπορούσα να σηκώνομαι το πρωί για να δουλεύω στο καφενείο, και έτσι στράφηκα σε νυχτερινές εργασίες. Για περίπου επτά χρόνια, δούλευα ως σερβιτόρος και μπάρμαν σε μπαρ και ντισκοτέκ. Η ζωή μου κυλούσε πολύ βασανιστικά, λόγω της παγίδευσής μου στο αλκοόλ.
Με προτροπή του αδερφού μου, ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη, όπου παρακολούθησα ένα πρόγραμμα απεξάρτησης του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, το οποίο και ολοκλήρωσα. Στάθηκα και τυχερός, γιατί βρήκα δουλειά σε ένα βιβλιοπωλείο της πόλης. Από μικρός μου άρεσε το βιβλίο. Τα πήγαινα πολύ καλά στην εργασία μου. Ξεκίνησα με το να πηγαίνω εξωτερικές παραγγελίες και, στη συνέχεια, κρατούσα την αποθήκη, έδινα παραγγελίες στους εκδότες της Αθήνας.
Ήταν μια ευκαιρία να γνωρίσω αξιόλογους ανθρώπους.
Αυτό κράτησε τέσσερα χρόνια. Εκείνη την εποχή είχα ερωτευτεί μια γυναίκα, αλλά, καθώς είχα ξανακυλήσει στο ποτό, μοιραία, χωρίσαμε. Τούτος ο χωρισμός με ισοπέδωσε, παράτησα τη δουλειά και κατέβηκα ηττημένος στο Ηράκλειο, με την προοπτική να δουλέψω σε κάτι συγγενείς μου που είχαν επιχειρήσεις.
Έμεινα στην Κρήτη δύο χρόνια, αλλά δεν τα κατάφερα και ανέβηκα στην Αθήνα, όπου εντάχθηκα στο πρόγραμμα των Ανώνυμων Αλκοολικών. Ευτυχώς που δύο άνθρωποι μου παραχώρησαν ένα σπίτι για να μείνω, έως ότου σταθώ στα πόδια μου. Πίστευα ότι θα μπορέσω να βρω δουλειά σε κάποιο βιβλιοπωλείο, μέχρι που κατάλαβα ότι υπήρχαν άνθρωποι που είχαν δουλέψει περισσότερα χρόνια από μένα, γνώριζαν καλύτερα τη δουλειά και αγαπούσαν το βιβλίο πιο πολύ από μένα και ήταν άνεργοι.
Ένα απόγευμα που περνούσα από το σταθμό του μετρό στους Αμπελοκήπους, μου έκανε εντύπωση μια κυρία που φορούσε ένα κόκκινο γιλέκο και κρατούσε ένα περιοδικό, «σχεδία» το όνομά του. Πιάσαμε την κουβέντα και μου είπε ότι είχε σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης στην Ιταλία. Σκέφτηκα: «Είμαι που είμαι άνεργος, δεν έχω άλλη επιλογή». Πήρα τηλέφωνο, λοιπόν, στα γραφεία του περιοδικού. Ήταν το 2013.
Την πρώτη μέρα που φόρεσα το κόκκινο γιλέκο, ήμουν πολύ διστακτικός. Το ότι αντιμετώπισα από τον κόσμο μια πολύ μεγάλη συμπάθεια και όχι απλώς «σου δίνω κάτι για να ζήσεις», καθώς και το ότι κρατούσα στα χέρια μου ένα περιοδικό με υψηλή ποιότητα, οδήγησαν στο να φύγει από μέσα μου η αίσθηση της φιλανθρωπίας.
Η «σχεδία», για μένα, πλέον, είναι μια οικογένεια. Μέσα έστω από αυτές τις σύντομες συναντήσεις που έχω με τους ανθρώπους, παίρνω τέτοια συμπάθεια και αγάπη, που δεν τη λαμβάνω από κάπου αλλού.