14/02/2023
Γεννήθηκα το 1974 στη Νέα Ιωνία. Η μητέρα μου εργαζόταν σε κλωστοϋφαντουργίες, μέχρι που κάποια στιγμή μπήκε ως τραπεζοκόμος σε νοσοκομείο και ο πατέρας μου έκανε μεροκάματα ως ελαιοχρωματιστής. Περνούσε και μεγάλα διαστήματα ανεργίας. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ άσχημα, μέσα στην ανέχεια. Ο πατέρας μου δεν με ήθελε, ενώ ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι γονείς μου διατηρούσαν αυτόν το γάμο. Η κατάθλιψη ήταν αναπόσπαστο κομμάτι των πρώτων μου μνημών. Θυμάμαι που με το σεισμό της Θεσσαλονίκης το 1979 ανεβήκαμε στη Βόρεια Ελλάδα, γιατί είχαν ανοίξει δουλειές στην οικοδομή. Επιστρέψαμε ύστερα από 14 μήνες. Από παιδί, έδινα τον αγώνα της καθημερινής επιβίωσης. Στα 15 μου χρόνια, στην τρίτη γυμνασίου, παράτησα το σχολείο, δεν είχα ψυχολογία για μάθηση. Στη συνέχεια, βέβαια, πήγα σε νυχτερινό. Έκανα πριν καν πάω φαντάρος ένα σωρό δουλειές, σιδεράς, οικοδόμος γενικών καθηκόντων. Ασχολούμουν από τα ηλεκτρολογικά μέχρι τα μπετά. Από το πολύ κουβάλημα, είχα σακατέψει τη μέση μου.
Έμενα με τους γονείς μου μέχρι το 2002, οπότε και έφυγα από το σπίτι. Μετά το στρατό, έκανα από τον λαντζιέρη και τον σεκιουριτά μέχρι τον αποθηκάριο και των πωλητή αυτοκινήτων. Το 2008, απολύθηκα από ένα κατάστημα φωτιστικών, όπου εργαζόμουν ως αποθηκάριος, και αναγκάστηκα να επιστρέψω στους δικούς μου. Δεν μπορούσα, πλέον, να αυτοσυντηρηθώ. Δεν έβρισκα με τίποτα δουλειά. Μόνο το καλοκαίρι του 2009 εργάστηκα σεζόν στην Πάρο. Είχα συμφωνήσει να δουλέψω στο μπαρ ενός κάμπινγκ και ο ιδιοκτήτης, τελικά, με ήθελε καμάκι στο λιμάνι. Εγώ, φυσικά, διαφώνησα και κατέληξα λαντζιέρης σε ταβέρνα του νησιού. Λόγω του προβλήματος στη μέση μου, δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος. Περπατούσα 100 μέτρα και το πόδι μου μούδιαζε. Υπήρχαν φορές που έπεφτα στη μέση του δρόμου.
Είχα αποξενωθεί από τους γονείς μου. Ήμασταν σε διαρκή σύγκρουση. Έτσι, το 2016, έφυγα από το σπίτι. Έμενα σε εγκαταλελειμμένα σπίτια και γιαπιά στο Νέο Ηράκλειο, ενώ δεν κοιμόμουν σχεδόν ποτέ τη νύχτα. Με έπαιρνε ο ύπνος τη μέρα. Ήμουν, πραγματικά, σωματικά διαλυμένος, δεν υπήρχε περίπτωση να βρω δουλειά. Έβγαζα κάποια χρήματα ανακυκλώνοντας κουτάκια. Ενώ η μητέρα μου ήταν βαριά άρρωστη, το 2019, επέστρεψα στο σπίτι. Νοσηλεύτηκε για μεγάλο διάστημα, αλλά, τελικά, δεν τα κατάφερε. Σε έναν καβγά με τον πατέρα μου, έπαθα έμφραγμα. Το κατάλαβα, αλλά έπεσα να κοιμηθώ το βράδυ, περιμένοντας να πάθω ανακοπή. Ήθελα, πραγματικά, να πεθάνω. Την άλλη μέρα, δεν έφαγα τίποτα, μόνο κάπνισα και το βράδυ ξαναέπεσα κανονικά για ύπνο.
Ξύπνησα κατά τις τρεις το πρωί, νιώθοντας σαν να μπήκε ένα σπαθί από την πλάτη και να βγήκε από μπροστά, ενώ ο πόνος στο χέρι μου ήταν αφόρητος. Κάλεσα το ασθενοφόρο 36 ολόκληρες ώρες αφού είχα υποστεί το έμφραγμα. Μοιραία, έμεινα και στην εντατική, αλλά ήμουν τυχερός. Επειδή οι συγκρούσεις με τον πατέρα μου συνεχίζονταν, ξαναέφυγα από το σπίτι και τριγυρνούσα για κάποιους μήνες στους δρόμους. Επέστρεφα σπίτι μία φορά κάθε δύο ημέρες για να ταΐσω τον γάτο μου και να ξαναφύγω. Αυτός ήταν η ζωή μου, ουσιαστικά για αυτόν επιβίωνα. Το 2020, επέστρεψα στο σπίτι, όπου και μένω πια μόνος μου.
Καθώς δεν ανανεωνόταν το επίδομα αναπηρίας που έπαιρνα, την άνοιξη του 2022, πήρα την απόφαση να έρθω στη «σχεδία». Ήξερα το περιοδικό από την αρχή. Η ζωή στο πόστο είναι καθημερινή αγωνία. Υπάρχουν άνθρωποι που θα σε πλησιάσουν ξερά, υπάρχουν, όμως, και εκείνοι που θα σε πλησιάσουν με το χαμόγελο. Αυτό το χαμόγελο σημαίνει για μένα αποδοχή, που τη στερήθηκα σε όλη μου τη ζωή. Η επικοινωνία με εκείνους που μου πιάνουν την κουβέντα και με ρωτούν αν είμαι καλά με γεμίζει με την ελπίδα ότι υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να αντιληφθούν την πραγματικότητα κάποιων συνανθρώπων τους.
πηγή: Σχεδία