Με διπλάσιο ρυθμό αύξησης σε σχέση με τα ενοίκια «έτρεξαν» οι τιμές πώλησης κατοικιών στην Αττική κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του 2023. Σύμφωνα με την επεξεργασία των στοιχείων του δείκτη τιμών ακινήτων Spitogatos Property Index (SPI) της ομώνυμης πλατφόρμας αγγελιών, η αύξηση των τιμών πώλησης διαμορφώθηκε στο 10% σε ετήσια βάση, ενώ εκείνη των ενοικίων ήταν της τάξεως του 4,9%.
Πλέον, η μέση ζητούμενη τιμή πώλησης διαμορφώνεται σε 2.070 ευρώ/τ.μ., ενώ η μέση ζητούμενη τιμή ενοικίασης σε 8,6 ευρώ/τ.μ. Πρόκειται για αριθμούς που καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολη «εξίσωση» την εξασφάλιση στέγης για την πλειονότητα των νοικοκυριών, χωρίς τουλάχιστον να γίνουν πολύ σοβαρές «εκπτώσεις» στην ποιότητα, στην ηλικία και την επιφάνεια του εκάστοτε ακινήτου. Μάλιστα, όπως φαίνεται στην περίπτωση των τιμών πώλησης, παρατηρείται επιτάχυνση του ρυθμού της ανόδου σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο, όταν η μέση αύξηση είχε διαμορφωθεί στο 9,35%.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά το φετινό πρώτο τρίμηνο σχεδόν όλες οι επιμέρους γεωγραφικές ζώνες της Αττικής σημείωσαν διψήφια αύξηση σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό τρίμηνο. Συγκεκριμένα, αύξηση κατά 13,2% σημείωσαν τα νότια προάστια, όπου η μέση τιμή διαμορφώθηκε σε 3.368 ευρώ/τ.μ. από 2.976 ευρώ/τ.μ. πριν από 12 μήνες. Αύξηση κατά 13,1% σημειώθηκε και στα προάστια του Πειραιά, που όμως παραμένουν η φθηνότερη περιοχή της Αττικής, με τη μέση ζητούμενη τιμή να μην ξεπερνάει τα 1.500 ευρώ/τ.μ. Αύξηση κατά 11,2% σημειώθηκε και στα δυτικά προάστια (1.635 ευρώ/τ.μ.), ενώ στα βόρεια, η μέση ζητούμενη τιμή διαμορφώνεται πλέον σε 2.800 ευρώ/τ.μ., αυξημένη κατά 10,3% σε ετήσια βάση.
Ανοδο κατά 4,9% κατά μέσον όρο σημείωσαν κατά το πρώτο φετινό τρίμηνο και οι ζητούμενες τιμές ενοικίασης. Ωστόσο, ο ρυθμός της αύξησης επιβραδύνθηκε σημαντικά, καθώς κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2022, δηλαδή πριν από τρεις μήνες, οι ζητούμενες τιμές ενοικίασης είχαν αυξηθεί κατά 8,5% σε ετήσια βάση. Ακόμη κι έτσι βέβαια παραμένουν στο υψηλότερο σημείο των τελευταίων δεκαετιών, έχοντας ανακάμψει πλήρως από τα χαμηλά του 2014-2015.
Για παράδειγμα, ακόμη και στις «φθηνές» περιοχές των δυτικών προαστίων ή των περιχώρων του Πειραιά (π.χ. Κερατσίνι, Καμίνια, Δραπετσώνα κτλ.), οι ζητούμενες τιμές διαμορφώνονται πλέον σε πολύ υψηλό επίπεδο της τάξεως των 7,46 ευρώ/τ.μ. και 7 ευρώ/τ.μ. αντίστοιχα.
Εν ολίγοις, το μέσο ζητούμενο ενοίκιο για ένα διαμέρισμα 100 τ.μ. αγγίζει τα 750 ευρώ στις δυτικές συνοικίες της Αττικής και τα 700 ευρώ στα προάστια του Πειραιά.
Στα δε βόρεια προάστια ξεπερνάει τα 1.000 ευρώ, ενώ στο κέντρο της Αθήνας το αντίστοιχο κόστος διαμορφώνεται σε 940 ευρώ.
Οι παραπάνω τιμές ενισχύουν την ανησυχία μεταξύ φορέων της αγοράς, ότι βρισκόμαστε ενώπιον ενός νέου κύματος «Δεν πληρώνω», καθώς όσοι έχουν μισθώσει στις τιμές αυτές είναι πολύ εύκολο να αρχίσουν να εμφανίζουν ασυνέπεια στις πληρωμές, λόγω αδυναμίας να ανταποκριθούν. Ακόμη όμως κι αν δεν είναι ασυνεπείς, θα βρίσκονται σε μια μόνιμη διαδικασία αναζήτησης φθηνότερων επιλογών, είτε στην ίδια είτε σε διαφορετική περιοχή. Εν ολίγοις, μπορεί κάποιοι ιδιοκτήτες να έχουν εξασφαλίσει μια πολύ υψηλή τιμή για το ακίνητό τους, ωστόσο η διατήρηση της συνθήκης αυτής ίσως αποδειχθεί δύσκολη υπόθεση στο μέλλον.
Στο πλαίσιο αυτό, σχετική έρευνα της ΔιαΝΕΟσις σημειώνει ότι η Ελλάδα διαθέτει πλέον το υψηλότερο κόστος στέγασης σε σχέση με τα εισοδήματα. Σύμφωνα με τη Eurostat, τα ελληνικά νοικοκυριά που δεν μένουν σε δικό τους σπίτι πληρώνουν για στέγαση το μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους – περίπου 37%. Αποτελεί δε το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ε.Ε. Μάλιστα, σχεδόν το ένα στα τρία νοικοκυριά που ζουν στις πόλεις πληρώνουν ακόμη πιο πολλά, περισσότερο από 40% του εισοδήματός τους για στέγαση – επίσης το πιο μεγάλο ποσοστό στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, μια εξήγηση για την εξέλιξη αυτή είναι η μεγάλη μείωση των εισοδημάτων. Από το 2009 μέχρι το 2014 οι Ελληνες έχασαν περισσότερο από 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Μέχρι σήμερα ένα μικρό μόνο ποσοστό από τις απώλειες αυτές έχει αναπληρωθεί, ιδίως αν υπολογιστούν και οι πρόσφατες απώλειες από τον πληθωρισμό και το κύμα ακρίβειας, ιδίως στην αγορά τροφίμων. «Την ίδια περίοδο οι τουρίστες στις πόλεις και τα νησιά αυξάνονταν. Οι ιδιοκτήτες βρήκαν νέες επιλογές εκμετάλλευσης των ακινήτων τους, όπως οι βραχυχρόνιες μισθώσεις, οι οποίες επηρέασαν με τη σειρά τους τις τιμές και τα ενοίκια», αναφέρει η ΔιαΝΕΟσις.
Πηγή: Νίκος Ρουσάνογλου / Καθημερινή