Φέτος, κλείνει 177 χρόνια ζωής. Από το 1846 που χωροθετήθηκε μέχρι σήμερα, η ταυτότητά της έχει δεχτεί αλλεπάλληλες τροποποιήσεις. Αρχικά ονομάστηκε Πλατεία Ανακτόρων (λόγω της θέσης των ανακτόρων κατά τον σχεδιασμό των αρχιτεκτόνων Κλεάνθη και Schaubert), έπειτα άλλαξε σε Πλατεία Όθωνος και όταν πλέον εκθρονίστηκε ο βασιλιάς, μετονομάστηκε σε Πλατεία Ομονοίας. Το αληθινό σασπένς όμως, στην πορεία των χρόνων, δεν προκύπτει από τις εναλλαγές των ονομάτων, αλλά από τις συνεχείς επεμβάσεις στην εικόνα της.
Χρονολογίες-σταθμοί στην μεταμόρφωσή της, το 1930 που ολοκληρώθηκαν τα έργα για τον σταθμό του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου (έχασε το πράσινό της, έγινε περισσότερο αστική και απέκτησε κυκλικό σχηματισμό), το 1960 που αρχίζει να εκμοντερνίζεται με νέα πολυώροφα κτίρια, το 1980 που μετατρέπεται σε βασικό κυκλοφοριακό κόμβο της Πρωτεύουσας (λίγο αργότερα στολίζεται με τον γυάλινο Δρομέα του Κώστα Βαρώτσου έργο που παρέμεινε εκεί έως ότου άρχισαν οι εργασίες του Μετρό), το 2004 που αλλάζει πάλι μορφή λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και τέλος το 2020 με τα εγκαίνια της νέας ανακαινισμένης εκδοχής της.
Τα ιστορικά στέκια των εργατών και τα θρυλικά Χαυτεία
Στην “Πίνδο”, στη “Γορτυνία”, στο “Αθήναιον” και στο “Στέμμα”, σε όλα αυτά τα λαϊκά στέκια στα πέριξ της πλατείας Ομονοίας, έδιναν ραντεβού πριν ή μετά τη δουλειά, στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, οι μάστορες και οι εργάτες της Αθήνας. Από εκεί όμως περνούσαν και οι εργολάβοι αλλά και οι άνθρωποι που ήθελαν να κάνουν μερεμέτια στα σπίτια τους και αναζητούσαν καλούς τεχνίτες. Σήμερα δεν διασώζεται τίποτα απ’ όλα αυτά.
Ωστόσο, το πλέον εμβληματικό στέκι της Ομόνοιας -και μετέπειτα πηγή έμπνευσης για τον Τσαρούχη- υπήρξε παραδοσιακά, το καφενείο “ΝΕΟΝ”. Άνοιξε το 1920, στο σημείο που η Δώρου συναντά την πλατεία Ομονοίας, στην αρχή ως “ΝΕΟΝ ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ” (στο ισόγειο του ξενοδοχείου Carlton) συγκεντρώνοντας στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του, πλήθος διανοούμενων, ηθοποιών και κοσμικών της Αθήνας. Έξω από τις πόρτες του, πάνω στην πλατεία, συνωστίζονταν οι κουλουράδες, οι σαλεπιτζήδες, οι καστανάδες και αργότερα, οι λαχειοπώληδες, οι μπαλονάδες και οι παπατζήδες. Σήμερα, το “ΝΕΟΝ” στεγάζει γνωστή ελληνική αλυσίδα αρτοποιείων.
Απέναντι ακριβώς, υπήρχε η Στοά Πιγκουίνου που ένωνε την Ομόνοια με την οδό Πατησίων. Εδώ άφησε εποχή το μικρό καφενεδάκι, επίσης στέκι των οικοδόμων, με την επωνυμία “Πατάρι” , ενώ λίγα μέτρα πιο πάνω, στη γωνία Πανεπιστημίου και Πατησίων, βρισκόταν το ζαχαροπλαστείο-γαλακτοπωλείο του Μπερνίτσα. Ήταν από τις πρώτες επιχειρήσεις στην Αθήνα που διέθετε τηλέφωνο (από το 1910). Και αυτό όμως το στέκι, κατέβασε ρολά, το 1965.
Ένα άλλο κομμάτι της Ομόνοιας που είναι απόλυτα συνυφασμένο με την ιστορική αλλά και την επιχειρηματική της διαδρομή στην πρωτεύουσα, είναι αυτό των Χαυτείων. Εκεί όπου η Αιόλου συναντά τη Σταδίου και την Πανεπιστημίου στην προέκταση της Πατησίων, λίγο πάνω από την πλατεία.
Ο “Κατράντζος”, ο “Λαμπρόπουλος”, το θρυλικό “Ατενέ”, το “Τίβολι” (ονομαστό στέκι μεγαλοδικηγόρων) αλλά και ο “Δραγώνας” και ο “Κλαουδάτος”, μεσουράνησαν επιχειρηματικά τη δεκαετία του ‘70 στα Χαυτεία, δίνοντας τον τόνο στην ευρύτερη περιοχή της Ομονοίας.
Από τα Χαυτεία, όμως, ξεκίνησε και τη θρυλική του πορεία, το Μινιόν. Αρχικά ως περίπτερο, αργότερα όμως στα μέσα της δεκαετίας του 70’ -και αφού είχε μετακομίσει στο δεκαώροφο κτίριο της συμβολής των οδών Πατησίων και Βερανζέρου- ξανασυστήθηκε ως το πλέον υπερσύγχρονο πολυκατάστημα της Αθήνας (με ετήσιες πωλήσεις, που, τότε, ξεπερνούσαν το ένα δισεκατομμύριο δραχμές). Ωστόσο, η πτωτική πορεία του, ξεκίνησε ύστερα από την καταστροφική πυρκαγιά, παραμονή Χριστουγέννων του 1980, κατά την οποία το Μινιόν, παραδόθηκε ολοσχερώς στις φλόγες, επιφέροντας στην επιχείρηση ζημιές συνολικού ύψους 2 δισεκατομμυρίων δραχμών. Αν και αναγεννήθηκε από τις στάχτες του, οι προσπάθειες ανάκαμψης, δεν στάθηκαν ποτέ αρκετές για να το διατηρήσουν στη ζωή και έτσι έβαλε οριστική τελεία το 1998.
Είκοσι πέντε χρόνια μετά, το θέμα του Μινιόν επανέρχεται στην επικαιρότητα, καθώς αυτή την περίοδο είναι σε εξέλιξη η διαδικασία επαναξιοποίησης του κτιρίου με την επαναφορά του λαοφιλούς brand. Η επιχείρηση θα στεγαστεί σε ένα μοντέρνο και σύγχρονο βιοκλιματικό κτίριο μικτής χρήσης και θα περιλαμβάνει χώρους γραφείων, κατοικιών αλλά και εμπορικών καταστημάτων.
Τα μαγαζιά που κράτησαν στα δύσκολα χρόνια και τα κατάφεραν
Η πλατεία Ομονοίας όμως δεν μετρά σήμερα μόνο τις πληγές της. Μετρά και τις νίκες της. Αυτές που προέκυψαν από μάχες που την λάβωσαν αλλά και εκείνες που την έκαναν πιο δυνατή. Τρόπαιά της, οι επιχειρήσεις που έμειναν στα πόδια τους, αυτές που βγήκαν ζωντανές από τους δύσκολους καιρούς που προηγήθηκαν.
Το παλαιότερο, εν λειτουργία κατάστημα της πλατείας Ομονοίας που εξακολουθεί – αν και έχει μεταφερθεί λίγο πιο κάτω- να υφίσταται, είναι το Φαρμακείο του Μπακάκου (από το 1916). Εκεί όπου έδιναν ραντεβού, από παλιά, οι Αθηναίοι, όχι μόνο μεταξύ τους αλλά και με τους φίλους και συγγενείς τους που έρχονταν από την επαρχία, καθώς επί της Αγίου Κωνσταντίνου, βρίσκονταν οι πρώτες εγκαταστάσεις του ΚΤΕΛ.
Ένα ακόμα θρυλικό στέκι που ξεκίνησε μεν από τον Πειραιά αλλά κατέληξε το όνομά του να γίνει ταυτόσημο με την ιστορία των Χαυτείων – και το σημαντικότερο δε, ότι παραμένει στη θέση του όλα αυτά τα χρόνια- είναι το καφεκοπτείο του Λουμίδη. Άνοιξε το 1928, εκεί όπου παλαιότερα βρισκόταν το ιστορικό καφενείο του Χαύτα (Πανεπιστημίου και Αιόλου γωνία) και μέχρι σήμερα, μυεί ντόπιους και τουρίστες στα μυστικά του αυθεντικού ελληνικού καφέ.
Λίγα μέτρα πιο μακριά, στέκει αγέρωχο στο χρόνο, το παραδοσιακό “Ουζομεζεδοπωλείον Το Αθηναϊκόν“. Ξεκίνησε την πορεία του από την οδό Σανταρόζα, το 1932, το 1985 κατέβηκε στο νούμερο 2 της οδού Θεμιστοκλέους και τα τελευταία χρόνια απέκτησε και “αδερφάκι” στην οδό Μητροπόλεως.
Κατηφορίζοντας προς την πλατεία Κάνιγγος, δύο είναι τα σημεία που θα σας ταξιδέψουν πίσω στο χρόνο: Το παραδοσιακό ψητοπωλείο “Η Λειβαδιά” με τα φημισμένα χειροποίητα καλαμάκια του που σερβίρονται στο ίδιο πόστο από το 1965 και “ Η πηγή των γυαλιών Ο Μίμης” (1962) με τα εμβληματικά vintage γυαλιά ηλίου που πλέον τα έχει μεταφέρει λίγα βήματα παραπέρα, στην οδό Γλαδστώνος.
Παραμένοντας κάτω από την πλατεία και κινούμενοι στην οδό Σατωβριάνδου, αναζητήστε το ιστορικό στέκι του Λευτέρη του Πολίτη (από το 1951) που είναι μάστορας στα ορίτζιναλ τυλιχτά σουβλάκια, πάνω στο χασαπόχαρτο και τις λαδόκολλες. Την παράδοση συνεχίζει ο εγγονός Τάσος που επέκτεινε την μαεστρία του παππού και σε νέο στέκι (με την ίδια επωνυμία) στην οδό Ρόμβης.
Για επιδόρπιο, δίχως δεύτερη σκέψη κατευθυνθείτε στο νούμερο 10 της Μαρίκας Κοτοπούλη, στο παραδοσιακό γαλακτοπωλείο “Η Στάνη” που ακόμα και σήμερα, 92 χρόνια μετά την άφιξή του στην Ομόνοια, εξακολουθεί να μοσχοβολά βούτυρο και παλιά Αθήνα. Εναλλακτικά, προτιμήστε τους all time classic λουκουμάδες του Κτιστάκη στον αριθμό 59 της οδού Σωκράτους (ξεκίνησε από την Αγίου Κωνσταντίνου) που σερβίρουν στο πιάτο, ιστορία τριών γενιών και μία μυστική συνταγή που παραμένει ατόφια εδώ και 111 χρόνια.
Γεύση νοσταλγίας και εικόνες μίας Αθήνας ξεχασμένης, δίνουν και τα – ιστορικά πλέον- καφέ-ουζερί της περιοχής που ενώνουν τα μεσημέρια στα τραπέζια τους, τους εργαζόμενους του Κέντρου: “Εν Ομονοία” και ακριβώς αντικριστά ο “Γιώτης”, μέσα στη Στοά Ομονοίας (Σωκράτους 42), η “Θέμις” (Σωκράτους 48), ο “Παναγιώτης” (μέσα στη στοά της Αγίου Κωνσταντίνου, λίγο πιο πάνω από το Εθνικό θέατρο) και φυσικά ο “Χάρης” που εξακολουθεί από το 1962, να σερβίρει στο ημίφως της στοάς Λυκούργου παραδοσιακούς μεζέδες και ουζάκια (στη ίδια στοά, παραμένει εν λειτουργία από το 1973 και το παλιό βιβλιοπωλείο – χαρτοπωλείο “Υδρόγειος- Μαρούτας”).
Τέλος, μην παραλείψετε και μία επίσκεψη στην θρυλική “Δωδώνη” (Λυκούργου 9, δίπλα στο Μέγαρο Δεβερίκου), για τυρόπιτες κουρού με φύλλο χειροποίητο και με την ίδια μυστική συνταγή από το 1972 που τις κάνει πραγματικά αξεπέραστες.
Πνοή ζωής οι ξενοδοχειακές επενδύσεις
Στη σκιά των εγκαταλελειμμένων, σήμερα, ξενοδοχείων του 19ου αιώνα “Μέγας Αλέξανδρος” και Μπάγκειον (λειτουργεί περιστασιακά για πολιτιστικά δρώμενα), υψώνεται εδώ και έναν χρόνο, το πρώτο ξενοδοχείο της αλυσίδας Moxy Hotels του ομίλου Marriott στην Αθήνα. Βρίσκεται στο Σαρόγλειο Μέγαρο (σταδίου 65), εκεί που κάποτε στεγάζονταν το Ειρηνοδικείο και οι υπηρεσίες του Πταισματοδικείου Αθηνών.
Στη θέση του ξενοδοχείου “2 Fashion House Hotel”, στο νούμερο 2 της Πειραιώς (Παναγή Τσαλδάρη), λειτουργεί ήδη από το καλοκαίρι του 2016, το επίσης 4άστερο Athens Tiare Hotel, της εταιρείας Mage Hotels and Resorts, ενώ λίγα βήματα μακριά, εκεί που κάποτε στεγαζόταν το ξενοδοχείο La Mirage, βρίσκεται από τον Οκτώβριο του 2021, το Lighthouse Athens, της αλυσίδας ισραηλινών συμφερόντων, Brown Hotels. Της ίδιας αλυσίδας και σε μικρή ακτίνα περιμετρικά της πλατείας Ομονοίας, τα ξενοδοχεία Brown Acropol (Παναγή Τσαλδάρη 1), Kubic House (Αγίου Κωνσταντίνου 26-28), Villa Brown Athinas ( Αθηνάς 60), και Dave Red Athens (Βερανζέρου 25 και Μαρίκας Κοτοπούλη).
Επίσης το 7όροφο ξενοδοχείο ‘’Athens Key Hotel’’της Wyndham άνοιξε λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 2022, εκεί που κάποτε βρισκόταν το ξενοδοχείο Kaniggos 21 (Κάνιγγος και Χαλκοκονδύλη 12), ενώ ακριβώς δίπλα του, στο νούμερο 14 της Χαλκοκονδύλη, εντυπωσιάζει το Melia Athens Hotel του γνωστού ισπανικού ομίλου Meliá Hotels International, που σύμφωνα με δηλώσεις των εκπροσώπων του, στόχος του ομίλου είναι να ανοίξει στη χώρα μας μέχρι το 2025, τέσσερα ακόμα νέα ξενοδοχεία.
Πηγή: Λουκία Χρυσοβιτσάνου / http://www.newmoney.gr