Πλατεία Αβησσυνίας. Μία από τις παλιές αγορές της Αθήνας, η οποία εδώ και έναν αιώνα αποτελεί πόλο έλξης για τους συλλέκτες κάθε είδους αντικειμένων. Με παλαιοπωλεία που εδώ και γενιές φιλοξενούν «χαμένους θησαυρούς».
Μικροπράγματα, σπάνια νομίσματα και φο μπιζού. Αγαλματίδια, παλιοί πίνακες και αντίκες. Ολα αυτά πωλούνται και αγοράζονται εδώ, στο παζάρι της Αβυσσηνίας, γνωστό και ως Γιουσουρούμ.
Πρωί καθημερινής. Η «Espresso» βρίσκεται στο παλιό παζάρι. Ανθρωποι όλων των τάξεων συρρέουν εδώ, Ελληνες και ξένοι, προκειμένου να βρουν κάτι σπάνιο, μοναδικό. Ισως να είναι και αυτό που τους ενώνει: η «δίψα» για το παλιό, το vintage…
Ωστόσο, κάτι λείπει από την αίγλη της παλιάς πλατείας: οι πελάτες.«Παλιά, τέτοια ώρα η περιοχή έσφυζε από ζωή. Δούλευαν τα μαγαζιά. Πλέον οι περισσότεροι έρχονται για περατζάδα. Κοιτάνε και φεύγουν, όπως εγώ. Μόνο οι τουρίστες αγοράζουν» μας πληροφορεί ένας ηλικιωμένος κύριος που περιεργάζεται κάτι παλιές φωτογραφικές μηχανές στο μαγαζί του Μahad από το Πακιστάν. «Εχω το μαγαζί 15 χρόνια, τα τελευταία 3-4 έχει πέσει η δουλειά» λέει ο Πακιστανός ιδιοκτήτης με σπαστά ελληνικά.
Πράγματι, κοντεύει μεσημέρι και ο κόσμος λιγοστός. Κάποια ζευγάρια μάτια μάς κοιτούν διερευνητικά. Προφανώς είναι φανερό ότι δεν είμαστε υποψήφιοι αγοραστές. Περνώντας από μαγαζί σε μαγαζί, βρίσκουμε τελικά τον άνθρωπο που θα δεχτεί να μας μιλήσει για τα τεκταινόμενα στον χώρο της αντίκας. Ο κυρ Μανώλης, γύρω στα 50, ιδιοκτήτης ενός από τα αρχαιότερα παλαιοπωλεία στην περιοχή και πρώην πρόεδρος του Σωματείου Παλαιοπωλών Αθήνας «Οι Αγιοι Απόστολοι», μας υποδέχεται με ένα πλατύ χαμόγελο.
Κρίση και κορονοϊός
«Τα τελευταία χρόνια έχει κόψει η δουλειά. Δεν είναι όπως παλιά. Αυτό συμβαίνει βέβαια σε όλα τα επαγγέλματα. Ετσι κι εδώ. Δεν γίνεται να έχουν ανοίξει τόσα μαγαζιά, συχνά χωρίς άδεια, και να περιμένουν να δουλέψουν. Υπάρχουν πολλά παλαιοπωλεία και ταυτόχρονα μικρή ζήτηση» τονίζει.
Ρωτώντας τον αν έρχονται περισσότεροι Ελληνες ή ξένοι πελάτες, μας απαντά: «Ερχονται και Ελληνες και ξένοι να αγοράσουν. Απλώς οι Ελληνες έχουν εξαφανιστεί σε σχέση με το παρελθόν και, δυστυχώς, πουλάνε φουλ. Συνέχεια. Κάθε μέρα έρχονται 10-15 άτομα για να αγοράσω τα πράγματά τους. Το 5% των Ελλήνων έρχεται να αγοράσει. Το 95% έρχεται για να πουλήσει». Μάλιστα, λόγω και της ιδιότητάς του ως πρώην εκπρόσωπος των παλαιοπωλών, μας ενημερώνει και για το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο κλάδος, την πληθώρα αντικειμένων προς πώληση, που γιγαντώθηκε μετά την πανδημία του κορονοϊού.
«Υπάρχει πληθώρα εμπορευμάτων, πράγμα που δεν είναι καλό για εμάς» λέει χαρακτηριστικά και συμπληρώνει: «Κατά την περίοδο της πανδημίας πέθαναν χιλιάδες άνθρωποι μεγάλης ηλικίας. Αυτοί όλο και κάτι είχαν στα σπίτια τους: αντίκες, πίνακες, ρούχα, χαλιά. Οι κληρονόμοι άλλα τα πετούσαν και άλλα τα πουλούσαν εδώ. Κάθε μέρα δηλαδή μπορεί να με καλούσαν να αδειάσω και δύο και τρία σπίτια. Αυτά πού να τα βάλω; Υπήρχε τεράστια προσφορά, αλλά ταυτόχρονα πολύ μικρή ζήτηση».
Τα μυστικά του επαγγέλματος
«Εχουμε το μαγαζί πάνω από 100 χρόνια, όπως κι άλλοι. Κάνουμε την ίδια δουλειά που έκαναν και οι παππούδες μας» αποκαλύπτει ο κυρ Μανώλης και συνεχίζει: «Σημασία έχει να αγαπάς αυτό που κάνεις και να είσαι σωστός. Εγώ, βλέπεις, έχω τιμοκατάλογο σε ό,τι πουλάω και καρτελάκι με τιμή σε κάθε αντικείμενο. Εχω σχεδόν 6.000 πράγματα καταγεγραμμένα μόνο σε αυτόν τον χώρο. Δεν μπορείς να τα θυμάσαι όλα, ούτε να λες μία τιμή στον έναν και άλλη τιμή στον άλλον πελάτη. Σου είπα 100 ευρώ σήμερα γι’ αυτό το αγαλματάκι; Θα σου πω 100 και αύριο».
Ωστόσο, με τέτοια πληθώρα επιλογών σε αντικείμενα, τι προτιμούν να αγοράσουν οι πελάτες; «Ο κόσμος αγοράζει τα πάντα. Εδώ μπορεί να έρθει ένας συλλέκτης, ένας τουρίστας, οποιοσδήποτε. Μέχρι και μεταχειρισμένα ρούχα και παπούτσια πουλούσαμε παλαιότερα. Τώρα μόνο μικροαντικείμενα φεύγουν» μας ενημερώνει, συμπληρώνοντας ότι τα μεγάλα αντικείμενα, όπως πίνακες και αντίκες, αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα, δεν φεύγουν. «Στους ξένους που αγοράζουν αντίκες τούς στοιχίζει πολύ η μεταφορά. Οπότε, κάποιος θα πρέπει να θέλει πολύ ένα έπιπλο προκειμένου να το αγοράσει. Και μπορεί να πληρώσει και άλλα τόσα για τη μεταφορά. Για παράδειγμα, το έπιπλο μπορεί να του κοστίσει 500 και η μεταφορά 500, σύνολο 1.000 ευρώ. Ενώ ένα μικρό αντικείμενο που θα χωρέσει στη βαλίτσα του θα το αγοράσει πιο εύκολα» καταλήγει.
Αναπάντεχα ερωτήματα…
Από τη στιγμή που φτάσαμε εδώ, στην πλατεία, ένα ερώτημα μας γυρίζει στο μυαλό: «Λειτουργούν όλα τα καταστήματα νόμιμα; Και αν ναι, από πού προέρχονται τα αντικείμενα που πωλούνται;» Ρωτώντας σχετικά τον κυρ Μανώλη, μας απαντά πως «είναι κοινό μυστικό ότι τα περισσότερα παλαιοπωλεία λειτουργούν χωρίς άδεια. Για να έχεις άδεια άσκησης επαγγέλματος πρέπει να την κάνεις στην Ασφάλεια, να έχεις λευκό ποινικό μητρώο κ.λπ.
Όταν μπουν και ανοίξουν το σπίτι σου, είναι σχεδόν σίγουρο ότι τα κλοπιμαία θα έρθουν εδώ ή κάπου αλλού. Το ξέρουν όλοι. Το γνωρίζει και η Αστυνομία, αλλά δεν κάνει τίποτα». Εάν μπορεί να αντιμετωπιστεί δραστικά η παράνομη αγοραπωλησία, μας απαντά ενδεικτικά ότι «όταν παλιά εδώ μέσα υπήρχε η Ασφάλεια, πριν από το ’80, και ερχόσουν εσύ να πουλήσεις, σε ρωτούσαν πού βρήκες τα πράγματα. Επρεπε λοιπόν να απαντήσεις είτε ότι τα είχες στο σπίτι σου είτε ότι τα αγόρασες προσκομίζοντας χαρτιά κ.λπ. Δεν μπορούσες να πουλήσεις κλεμμένα. Τώρα έρχεται καθένας και σου πουλάει κοσμήματα, έπιπλα και πίνακες, τα οποία μπορεί να τα έχει βουτήξει». Ενδιαφέρουσες πληροφορίες, που ενδεχομένως απαντούν και στο γιατί αρκετοί καταστηματάρχες ήταν απρόθυμοι να μας μιλήσουν…
Πηγή: Ιάσονας – Δημήτριος Τσέτσος / espresso