Το αν ένας άνθρωπος θα ζήσει λιγότερα ή περισσότερα χρόνια εξαρτάται από πολλά πράγματα.
Μία μακρά ή σύντομη ζωή είναι «γραμμένη» στα γονίδια του και, παράλληλα, επηρεάζεται από διάφορους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Σ’ αυτό τον κατάλογο έρχεται να προστεθεί άλλος ένας -μάλλον απρόσμενος- παράγοντας: η επίδραση της ακτινοβολίας του Ήλιου. Κατά κάποιο τρόπο, δικαιώνονται οι αστρολόγοι, αν και η εξήγηση είναι επιστημονική.
Νορβηγοί επιστήμονες βρήκαν ότι έχει σημασία αν κανείς γεννήθηκε σε περίοδο που ο Ήλιος ήταν ήσυχος ή ανήσυχος. Όσοι γεννήθηκαν σε περιόδους έντονης ηλιακής δραστηριότητας, πέθαναν κατά μέσο όρο 5,2 χρόνια νωρίτερα από όσους γεννήθηκαν σε περιόδους ύφεσης της δραστηριότητας του Ήλιου. Επίσης, στη διάρκεια των ηλιακών εξάρσεων φαίνεται να αυξάνεται η βρεφική θνησιμότητα, ενώ μειώνεται η κατοπινή αναπαραγωγική ικανότητα ενός ενήλικα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την Τζίνε Σκέρβο του Νορβηγικού Πανεπιστημίου Επιστήμης και Τεχνολογίας, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιολογίας «Πρακτικά της Βασιλικής Εταιρείας» επιστημών της Βρετανίας («Proceedings of Royal Society B»), σύμφωνα με τη βρετανική «Τέλεγκραφ», μελέτησαν περίπου 10.000 γεννήσεις και θανάτους σε μια περίοδο άνω των 160 ετών. Όπως διαπίστωσαν, υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στη διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου και στις φάσεις δραστηριότητας του Ήλιου.
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι η ηλιακή έξαρση αυξάνει την υπεριώδη ακτινοβολία που φθάνει στη Γη, πράγμα που μπορεί να αποβεί επικίνδυνο για τα μωρά, καθώς προκαλεί αυξημένες βλάβες στα κύτταρα και στο DNA τους. Οι βλάβες αυτές μπορεί τελικά να συντομεύσουν τη ζωή ενός ατόμου. Ειδικότερα, σύμφωνα με την Τζίνε Σκέρβο, η αυξημένη υπεριώδης ακτινοβολία εμποδίζει την παραγωγή της βιταμίνης Β, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο στη σύνθεση του DNA.
Ο Ήλιος παράγει ένα πανίσχυρο μαγνητικό πεδίο, το οποίο περνά από διαδοχικές φάσεις ή κύκλους ύφεσης και έξαρσης, που διαρκούν περίπου 11 χρόνια. Οι κύκλοι αυτοί καταγράφονται από το 1749 και σήμερα η Γη διατρέχει τον 24ο ηλιακό κύκλο. Στις ημέρες μας, μάλιστα, ενώ η ηλιακή δραστηριότητα θα έπρεπε να βρίσκεται στο μέγιστο σημείο της, στην πραγματικότητα ο Ήλιος περνάει μια μάλλον ήσυχη φάση.
Στις περιόδους που αποκορυφώνεται η μαγνητική δραστηριότητα του Ήλιου, καθώς και η εκπομπή υπεριώδους ακτινοβολίας, αυξάνονται οι ηλιακές κηλίδες στην επιφάνειά του. Τέτοιες πιο πρόσφατες αποκορυφώσεις υπήρξαν τον Μάρτιο του 2000, τον Ιούλιο του 1989, τον Δεκέμβριο του 1979, τον Νοέμβριο του 1968 και τον Μάρτιο του 1968.
«Οι άνθρωποι που γεννήθηκαν στα χρόνια με έντονη ηλιακή δραστηριότητα, είχαν μικρότερη πιθανότητα να ζήσουν πολλά χρόνια, σε σχέση με όσους γεννήθηκαν σε χρονιές με χαμηλή ηλιακή δραστηριότητα», ισχυρίστηκε η Τζίνε Σκέρβο. Όπως είπε, «η υπεριώδης ακτινοβολία μπορεί να καταστείλει ζωτικούς μοριακούς και κυτταρικούς μηχανισμούς στη διάρκεια της πρώιμης ανάπτυξης των έμβιων οργανισμών και έτσι οι διακυμάνσεις της ηλιακής δραστηριότητας μπορεί να επηρεάσουν την υγεία και την αναπαραγωγή».
Άλλοι πάντως επιστήμονες εμφανίστηκαν πιο επιφυλακτικοί για τα συμπεράσματα της νορβηγικής μελέτης.