Σε στενά, σε πεζοδρόμια, στην παραλιακή. Με ήλιο και βροχή ο Χρήστος είναι εκεί. Με ένα κόκκινο γιλέκο, το χαμόγελό του και το περιοδικό «Σχεδία» στο χέρι. Πάνε δέκα χρόνια που βγαίνει στους δρόμους της Θεσσαλονίκης και ελπίζει να έχει τη δύναμη να βγαίνει για πολλά ακόμη.
Αλλωστε, ο δρόμος, όπως λέει, του έμαθε να δίνει και να παίρνει αγάπη. Στην αρχή είχε άγχος, ήταν συνεσταλμένος, δεν ήξερε πώς θα τον αντιμετωπίσει ο κόσμος. Πλέον έχει ξεπεράσει αυτήν την ανησυχία. «Για μένα ο κόσμος δεν είναι πελάτες. Δεν είμαι έμπορος.
Είναι αναγνώστες, είναι φίλοι μου. Είναι ο κόσμος που με αγαπάει και μου συμπαραστέκεται, γιατί πρώτα από όλα μου δίνει τη δυνατότητα να ζήσω. Αυτή η αλληλεγγύη με κρατάει ως τώρα και χάρη σε αυτήν θα συνεχίσω».
«Εσύ είσαι ο ποιητής;»
Ο 75χρονος πωλητής προφέρει στους αναγνώστες και ένα ποίημα που γράφει εμπνεόμενος κάθε φορά από το εξώφυλλο του περιοδικού. Πενήντα πέντε ποιήματά του έχουν μάλιστα εκδοθεί στην πρώτη του συλλογή με τίτλο «Αγαποκάρδιον». Πάντα του άρεσε να γράφει, αλλά από το 2014 που ξεκίνησε στη «Σχεδία» το καθιέρωσε. Ετσι κάθε φορά πριν φύγει από το σπίτι του, φυλάσσει στην τσέπη του αντίγραφα από τους στίχους του. Θέλει να έχει μαζί του για όλους τους αναγνώστες. Η συνήθειά του αυτή έχει γίνει γνωστή και έτσι πολλοί που τον συναντούν τον ρωτούν «εσύ είσαι ο ποιητής;» «Τον μήνα μπορεί και να μοιράσω 500 κομμάτια. Οι περισσότεροι δείχνουν ενδιαφέρον, ενθουσιάζονται, μου λένε “μου επιτρέπεις να σε αγκαλιάσω, να σε φιλήσω;” Εισπράττω τον θαυμασμό τους και αυτό το κρατώ και κυρίως το τιμώ», λέει στην «Κ».
Συναντήσεις του δρόμου
Καθημερινά βγαίνει 4- 5 ώρες τη μέρα. Δεν έχει σταθερό σημείο. Σε ένα από αυτά, Αγίας Σοφίας και Τσιμισκή, ο Χρήστος Φωτίου συνάντησε τους Γιαγκίνηδες, δύο νέους μουσικούς του δρόμου που ξεσηκώνουν τους περαστικούς στη Θεσσαλονίκη με τα ρεμπέτικά τους. Περνούσαν ώρες μαζί. Δεν γνωρίζονταν, ο δρόμος όμως τους έφερε κοντά. Καμιά φορά ο γηραιότερος πωλητής της πόλης έκανε παραγγελιές. Ζητούσε να ακούσει τη «Φραγκοσυριανή» και το «Χατζηκυριάκειο». Χαιρόταν με τα αγαπημένα του τραγούδια και σιγά σιγά άρχισε να ανοίγεται. «Μας έλεγε τον πόνο του, τη σκληρή του ιστορία. Η ζωή του μας άγγιξε και την κάναμε τραγούδι. Για μας ο Χρήστος είναι παλικάρι, είναι ο “Αντάμης” που ξεπερνάει τις δυσκολίες, που παρά το κρύο θα ξυπνήσει το πρωί και δεν θα αφήσει μέρα που να μη σταθεί στο πόστο του», περιγράφουν στην «Κ» οι Γιαγκίνηδες.
Φτώχεια, πείνα και κακουχίες
Η ιστορία του ξεκινά από τη Βόρεια Ηπειρο, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε σε πολύ φτωχικά χρόνια. Στο παλιό και μικρό σπίτι της οικογένειας ζούσαν στριμωγμένα δέκα άτομα. «Η μάνα μου ήταν αγράμματη, ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος και τα βγάζαμε πέρα πολύ δύσκολα. Και όπως η πείνα θέριζε το χωριό δεν είχαμε λεφτά να βγάλουμε τον μήνα, η μάνα μου εστέρεψε, δεν είχε ούτε στάλα, από τον κόρφο της να πιεις ούτε γάλα. Αλλες φορές είχαμε λίγο φαγητό και άλλες καθόλου. Ξινόγαλο τρώγαμε, ξίδι με ζάχαρη δηλαδή, τρίβαμε και λίγο αλάτι και το τρώγαμε με νερό», εξομολογείται.
Ο Χρήστος Φωτίου θυμάται έντονα τον φόβο που ένιωθε κάθε φορά που έβλεπε αστυνομικούς με καλάσνικοφ να πλησιάζουν προς τη μεριά του την ώρα που έπαιζε στο ακορντεόν τραγούδια Ελλήνων συνθετών.
Ονειρό του ήταν να γίνει και εκείνος δάσκαλος. Ετσι αφού ολοκλήρωσε το σχολείο, πήγε φαντάρος και αμέσως μετά διορίστηκε σε σχολεία στο Τεπελένι. Επτά χρόνια πρόλαβε να δουλέψει. «Το καθεστώς του Χότζα κυνήγησε την οικογένειά μου γιατί ήμασταν φιλέλληνες. Ο πατέρας μου συνελήφθη, φυλακίστηκε, βασανίστηκε και καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλακή. Και ο μεγάλος μου αδερφός ήταν τιμωρημένος με δεκαπέντε χρόνια για “προδοσία” στην πατρίδα. Αυτά τα χρόνια ήταν τα χειρότερά μου. Τα έχω διαγράψει από τη ζωή μου». Υπήρχαν φορές που κινδύνεψε και ο ίδιος να συλληφθεί. Θυμάται μάλιστα έντονα τον φόβο που ένιωθε κάθε φορά που έβλεπε αστυνομικούς με καλάσνικοφ να πλησιάζουν προς τη μεριά του την ώρα που έπαιζε στο ακορντεόν τραγούδια Ελλήνων συνθετών. «Μας απαγόρευαν να τα ακούμε, πόσο μάλλον να τα παίζουμε δημόσια», εξηγεί.
Για χρόνια δεν μπορούσε να διοριστεί σε σχολείο. «Λόγω της σύλληψης του πατέρα μου κουβαλούσαμε την ταμπέλα “εχθροί του λαού”». «Δεν μπορεί ο γιος του εχθρού που αγαπά τους Ελληνες να θέλει να διδάσκει στα σχολεία μας», έπαιρνε ως απάντηση. Για να ζήσει αναγκάστηκε να γίνει βοϊδαμαξάς. «Ηταν η τελευταία δουλειά που μπορούσε να κάνει κάποιος. Με το κάρο κουβαλούσαμε τις κοπριές των ζώων και τις πηγαίναμε για λίπασμα στα χωράφια. Για δεκατέσσερα χρόνια έκανα ό,τι δουλειά βρισκόταν μέχρι που οι κομμουνιστές “γκρεμοτσακίστηκαν” με την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ».
Λόγω της σύλληψης του πατέρα μου κουβαλούσαμε την ταμπέλα “εχθροί του λαού”. Δεν μπορεί ο γιος του εχθρού που αγαπά τους Ελληνες να θέλει να διδάσκει στα σχολεία μας.
Με την αλλαγή του καθεστώτος το ’91 διορίστηκε ξανά ως δάσκαλος. «Το είχα όμως άχτι που με τιμώρησαν με τις γεωργικές δουλειές και με απομάκρυναν από τα σχολεία». Οκτώ χρόνια αργότερα για να ξεφύγει από τη φτώχεια αποφάσισε να έρθει στη Θεσσαλονίκη με την οικογένειά του. Εμαθε τη δουλειά του επιπλοποιού, με την οποία ασχολήθηκε για χρόνια προσπαθώντας να τα βγάλει πέρα. Η γυναίκα του εργάστηκε στη φύλαξη παιδιών μεσοαστικών οικογενειών. Πέρασαν περιπέτειες για να τα καταφέρουν. Από ένα σημείο και μετά, μέσα στην κρίση, δουλειές δεν υπήρχαν, μόνο κάποια μεροκάματα από δω και από κει. «Η Σχεδία ήρθε ως μάννα εξ ουρανού, μου έδωσε μια ανάσα και με έσωσε. Βρήκε ένα φυλλάδιο ο γιος μου και μου το έδειξε. Μάρτη του 2014 ξεκίνησα έξω από τα δικαστήρια και συνεχίζω μέχρι σήμερα».
Ο 75χρονος Χρήστος για χρόνια ταλαιπωρήθηκε και σκληραγωγήθηκε. Στα πόδια του σήμερα στέκεται με περηφάνια. Εχει ανάγκη από δουλειά, θέληση για ζωή και διάθεση για συντροφιά γιατί όπως λέει και το τραγούδι των Γιαγκίνηδων:
«Κι αν την ζωή σου δεν κατάφερες να αλλάξεις
Και δεν σου μένει άλλη πια υπομονή
Τότε Αντάμη μου μην κάτσεις για να κλάψεις
Γιατί τα όνειρα πεθαίνουν στη σιωπή»
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ