Η Αθήνα θα αλλάξει θεαματικά όταν η Σταδίου, η Πανεπιστημίου και η Ακαδημίας γεμίσουν πάλι ζωή τις βραδινές ώρες. Επί πολλά χρόνια, όλη η περιοχή από την Αμερικής και την Ομήρου προς την Ομόνοια και την Κάνιγγος είναι έρημη και αφιλόξενη μόλις κλείσουν τα μαγαζιά. Η αποεπένδυση της δεκαετίας του 2010 είχε τα γνωστά αποτελέσματα, αλλά και η επανεκκίνηση της οικονομίας επιδρά αργά και επιλεκτικά. Το κέντρο της Αθήνας σε όλη αυτή την περιοχή χρειάζεται ένα δημιουργικό σοκ.
Οι μαρκίζες των κινηματογράφων και των θεάτρων συνιστούν μια ειδική γεωγραφία του άστεως. Οι φωτογραφίες από τις μεταπολεμικές δεκαετίες με τα φώτα αναμμένα και τα πεζοδρόμια γεμάτα κόσμο (Ρεξ, Τιτάνια, Ιντεάλ, Αττικόν, Απόλλων κ.ά.) μοιάζουν σήμερα να προέρχονται από έναν άλλον κόσμο. Και ενώ είναι κατανοητές οι συνθήκες της μεταβολής, εντούτοις η παθητική παρακολούθηση μιας πτωτικής πορείας συμβάλλει σε περαιτέρω καταρράκωση. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι όταν οι μεμονωμένες ευπρόσδεκτες επενδύσεις ερμηνεύονται ως ανάνηψη της πόλης.
Αρκεί να περπατήσει κανείς προς το Εθνικό Θέατρο στην Αγίου Κωνσταντίνου για να αντιληφθεί την έκταση του προβλήματος. Αρκεί να θελήσει κανείς να περπατήσει από το Ρεξ προς τη Σταδίου διασχίζοντας την πλατεία Δικαιοσύνης. Αρκεί να θελήσει κανείς έπειτα από μια έξοδο στα Ολύμπια (Δημοτικό Θέατρο) να κατηφορίσει προς την Κάνιγγος. Το θέμα που πρόσφατα ανέδειξε η «Κ» για την Εθνική Βιβλιοθήκη και την επείγουσα ανάγκη ριζικής αποκατάστασης του ιστορικού κτιρίου ανασύρει στην επιφάνεια ένα ευρύτερο θέμα αναζωογόνησης του αθηναϊκού κέντρου (εκτός Συντάγματος και Κολωνακίου), που θα έπρεπε να συγκεντρώσει σε ένα τραπέζι εργασίας όλους τους εμπλεκομένους (τράπεζες, θεσμικοί φορείς, εταιρείες, θέατρα).
Η αγορά του θεάματος επιδρά στη λειτουργία της πόλης αλλά και στη φαντασμαγορία του μύθου της όπως και στον βαθμό της έλξης που το «αστικό φαινόμενο» προκαλεί. Ομως η εποχή μας, εποχή μετάβασης σε έναν διαφορετικό τρόπο πρόσληψης και κατανάλωσης του θεάματος με την κατά μόνας απόλαυση και την εν μέρει απόσπαση της οθόνης από το κοινωνικό βίωμα, επιδρά καταλυτικά στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η Αθήνα. Η εποχή μας αδυνατίζει τη φαντασμαγορία και την άυλη υπεραξία καθώς πλήττει την ισχύ των συμβολισμών. Τα λιγότερα σινεμά είναι βεβαίως φαινόμενο σύνθετης ερμηνείας, αλλά οι αραιότερες λειτουργίες και δραστηριότητες στους κεντρικούς δρόμους είναι ένα φαινόμενο τόσο οικονομικό όσο πολιτικό και κοινωνικό.
Η κοινωνιολογία του θεάματος θα είχε ασφαλώς πολλά να πει για τη μετατροπή της Σταδίου και της Πανεπιστημίου σε έρημους και σκοτεινούς δρόμους. Για την Ακαδημίας η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη, παρότι τα Ολύμπια, όπου χθες ανακοινώθηκε πως ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος αναλαμβάνει την καλλιτεχνική διεύθυνση, τα έχουν πάει καλύτερα απ’ ό,τι μπορούσε να ελπίζει κανείς, με πυκνό και αξιόλογο πρόγραμμα. Τείνουν δηλαδή τα Ολύμπια να εξισορροπήσουν εν μέρει την έξοδο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής από το κέντρο, κάτι που η Εθνική Βιβλιοθήκη δεν έχει επιτύχει ακόμη παρά τις προθέσεις της διοικητικής αρχής.
Ζητούμενο είναι συνεπώς οι αστικοί πυκνωτές. Οι λειτουργίες που προκαλούν κυκλοφορία, κίνηση, ανταλλαγή, κατανάλωση. Ιδεών και κεφαλαίων. Συναναστροφές σε διαδικασία αστικής ζύμωσης. Τα προσφέρει όλα αυτά η Αθήνα από την Αμερικής έως την Αγίου Κωνσταντίνου και από την Κλαυθμώνος έως την Κάνιγγος και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο; Αυτό είναι ένα κρίσιμο ερώτημα, φορέας όλων εκείνων των σπόρων της δημιουργικής αναγέννησης που παραμένει ζητούμενο.
Ακόμη και η υπερβολική, εν μέρει, αντίδραση για το Ιντεάλ εντάσσεται μέσα στο ίδιο κάδρο παραγωγής βιωμάτων σε μια πόλη που δεν έχει ιεραρχήσει τα προβλήματά της. Το Ιντεάλ είναι χωρίς αμφιβολία θέμα σημαντικό (παρότι η χωροθέτησή του είχε γίνει εξαρχής στον αύλειο χώρο του μεγάρου όπου στεγάζεται). Εχει διαστάσεις κοινωνικής συνοχής, ιστορικής συνέχειας και συναισθηματικής συμμετοχής στο αστικό γίγνεσθαι, αλλά η αντιμετώπισή του περνάει αναγκαστικά μέσα από το ζήτημα της γενικής καταβαράθρωσης ενός μεγάλου τμήματος της αστικής ζωής της Αθήνας.
Οι επενδύσεις στον τουριστικό και γαστρονομικό τομέα, ευεργετικές όσο και ευπρόσδεκτες, δείχνουν πως η αγορά του θεάματος, πλην εξαιρέσεων, έχει αργήσει να ακολουθήσει. Λείπουν τα κεφάλαια; Είναι μεγάλο το ρίσκο; Εχει παραγγελθεί έρευνα για το αν η Ομόνοια θα σήκωνε ένα Παλλάς; Εχει σκεφτεί κανείς να φτιάξει ένα σινεμά στην πλατεία Κάνιγγος; Τι είναι αυτό που κρατάει το άλλοτε ζωηρό κέντρο της Αθήνας σκοτεινό και απωθητικό; Ενα ερώτημα που επί της ουσίας περικλείει τις δεκάδες παραμέτρους της βύθισης μιας τεράστιας περιοχής από το κέντρο της Αθήνας έως την πλατεία Βάθης, τον Σταθμό Λαρίσης, την πλατεία Βικτω-ρίας, την πλατεία Αμερικής. Ενα ζήτημα βαθιά κοινωνικό όσο και πολιτικό.
Πηγή: Νίκος Βατόπουλος / ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ