Θανάσης Γώγος
Γεννήθηκα στη Λάρισα, το 1969. Έχω μία αδερφή πέντε χρόνια μεγαλύτερη, που γεννήθηκε στη Γερμανία, όπου είχαν πάει μετανάστες οι γονείς μου. Στην Ελλάδα, πριν φύγουν, είχαν καταπιαστεί με αγροτικές δουλειές, είχαν εργαστεί σε καμίνια, μέχρι και σε σοκολατοβιομηχανίες. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν δύσκολα, δεν έκανα όνειρα.
Μου άρεσε, όμως, ό,τι είχε να κάνει με την τεχνολογία. Στα 12 μου, ήρθα στην Αθήνα και πήγα σε τεχνικό λύκειο, ενώ μετά την ολοκλήρωσή του, ξεκίνησα να φοιτώ στη Διπλάρειο Σχολή. Είχα πάρει την ειδικότητα του μηχανικού και ηλεκτρολόγου εγκαταστάσεων. Την άφησα, ωστόσο, τη σχολή πριν δώσω το τελευταίο μάθημα. Κι αυτό γιατί είχα πιάσει δουλειά στην εφημερίδα «Βραδυνή». Έκανα τη διανομή των φύλλων στους πάγκους της Αθήνας.
Τα χρήματα που έπαιρνα ήταν πολύ καλά. Έβγαζα 22 χιλιάδες δραχμές το μήνα, τη στιγμή που πήγαινα σε συνεργεία και μου πρότειναν να εργαστώ ως ηλεκτρολόγος για 500 δραχμές την εβδομάδα. Ξεκίνησα από τη διανομή των πάγκων και έφτασα στο σημείο να κάνω τη διεκπεραίωση της διανομής της εφημερίδας σε όλη την Ελλάδα, να μαζεύω τις επιστροφές, ενώ πήγαινα και στα περίπτερα και κατέγραφα το ποσοστό πωλήσεων.
Έκανα πάρα πολλές δουλειές ταυτόχρονα, ενώ στα 35 χρόνια που ασχολήθηκα με αυτό το αντικείμενο πέρασα από τις περισσότερες εφημερίδες. Ήταν μια δουλειά που μου άρεσε, γιατί δεν ήμουν διαρκώς πάνω από ένα μηχάνημα, μην μπορώντας να σηκώσω κεφάλι. Είχα ελευθερία κινήσεων και το κυριότερο, επικοινωνία με πάρα πολύ κόσμο.
Παρά την κρίση, τα οικονομικά μου ήταν σχετικά καλά, είχα δικό μου σπίτι, το αυτοκίνητό μου, τη μηχανή μου, μια φυσιολογική ζωή. Όλα αυτά μέχρι το τροχαίο που έπαθα το 2016. Ένας οδηγός ταξί πέρασε με κόκκινο και με παρέσυρε ενώ ήμουν στη μηχανή. Η ζημιά που υπέστην ήταν μεγάλη. Έσπασα το πόδι μου, την κνήμη και άλλα πέντε σημεία. Ο, δε, οδηγός δεν έκανε καν δήλωση ότι έφταιγε. Μου είχαν βάλει, μάλιστα, και εξωτερική οστεοσύνθεση, την οποία φορούσα για 18 μήνες. Μετά την παρέλευση αυτού του διαστήματος, έκανα νέα εγχείρηση. Έπρεπε να περάσουν δυόμισι χρόνια μέχρι να ξανασταθώ στα πόδια μου. Όλο εκείνο το διάστημα, όμως, δεν μπορούσα να δουλέψω, ενώ και η γυναίκα μου άφησε τη δουλειά της και εργαζόταν ημιαπασχόληση, για να με φροντίζει.
Αδυνατούσα να πληρώσω το ρεύμα, τα τέλη κυκλοφορίας, τα δάνεια. Το 2019, εντέλει, έπιασα δουλειά σε ένα περίπτερο στην Κηφισιά –εκεί γνωρίστηκα με τον πωλητή της «σχεδίας» και έμαθα για το περιοδικό–, από όπου με έδιωξαν πριν κλείσω χρόνο, μπήκα στο ταμείο ανεργίας και ύστερα από 10 μήνες με ξαναφώναξαν. Δεν με κράτησαν, όμως, πάλι περισσότερους από έντεκα μήνες. Δικαιούμουν πια επίδομα ανεργίας μόνο για πέντε μήνες.
Είχε αρχίσει να με παίρνει η κατηφόρα, ήρθε ο χωρισμός μου, δεν μπορούσα να αντεπεξέλθω στα έξοδα. Στη συνέχεια, ξανασχολήθηκα με τη διανομή των εφημερίδων, αλλά ήταν Δεκέμβριος του 2022 όταν μου κατέσχεσαν το αυτοκίνητο λόγω χρεών. Δεν μπορούσα πια να δουλεύω, γιατί έβαζα το δικό μου αυτοκίνητο.
Αμέσως, σκέφτηκα ότι η σωτηρία μου θα ήταν η «σχεδία». Και όντως με έσωσε. Πέρασα το κατώφλι του περιοδικού στις 28 Δεκεμβρίου του 2022. Στην αρχή, φορώντας το κόκκινο γιλέκο, αισθανόμουν πως ο κόσμος δεν με βλέπει, πως είμαι αόρατος. Στην πορεία, όμως, κατάλαβα πως όχι απλά μας βλέπουν, αλλά φαινόμαστε από το διάστημα. Λαμβάνω, πραγματικά, πολλή αγάπη και κατανόηση από τον κόσμο. Στη «σχεδία» νιώθω μέλος μιας οικογένειας, αισθάνομαι μια ασφάλεια.