Γεννήθηκα το 1986 στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας μου είχε σπουδάσει ηλεκτρολογία, αλλά δούλευε σε ένα επισκευαστήριο που επιδιόρθωνε από νυχοκόπτες μέχρι ρολόγια και η μητέρα μου ως καθαρίστρια. Στη συνέχεια, έπιασαν δουλειά σε μια βιοτεχνία που έφτιαχνε φόρμες εργασίας. Καθώς δούλευαν πολλές ώρες, μεγάλωσα με τον παππού και τη γιαγιά.
Ήμασταν πολύ μεγάλη οικογένεια. Δεδομένου ότι οι γονείς μου άλλαξαν πολλές εργασίες, από χωράφια ώς ραφεία, έζησα ως παιδί σε πολλές πόλεις, Αθήνα, Έδεσσα, Καλαμάτα, Αλεξανδρούπολη. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ φτωχικά.
Για να έχω καινούρια παπούτσια, έπρεπε, για παράδειγμα, να μαζέψουν αρκετά καρύδια από τις καρυδιές οι γονείς μου. Ειδάλλως, θα φορούσα τα ίδια επί χρόνια, κι ας με στένευαν. Βλέποντας στα 15 μου ότι άλλοι είχαν μηχανάκια, η αλήθεια είναι ότι ζήλευα. Έτσι, πριν καν ολοκληρώσω το γυμνάσιο, παράτησα το σχολείο για να δουλέψω. Ήθελα να έχω τα δικά μου λεφτά.
Άρχισα να απασχολούμαι ως εργάτης γης, σε χωράφια με διάφορες καλλιέργειες, τριφύλλι, κριθάρι, σιτάρι, καλαμπόκι, βαμβάκι. Επιπλέον, συνέδεα τους σωλήνες, έφτιαχνα τα μπεκ για τα τρακτέρ. Δούλεψα σε όλη την Ελλάδα, από την Πελοπόννησο ώς την Κεντρική Μακεδονία και τη Θράκη. Έμενα πάντα σε κάποιο δωμάτιο που μου παρείχε ο ιδιοκτήτης του χωραφιού. Για πάνω από 12 χρόνια, εργάστηκα και στην κτηνοτροφία.
Έμαθα τα πάντα για τα ζώα. Από το πώς περπατάει ένα ζώο, πώς αλλάζει το βλέμμα και η συμπεριφορά του, ξέρω τι του λείπει. Αν θέλει, για παράδειγμα, αλάτι, βιταμίνη. Τα τελευταία πέντε χρόνια, δεν μπορούσα να βρω δουλειά ούτε στο χώρο της γεωργίας ούτε σε αυτόν της κτηνοτροφίας. Άλλων ανθρώπων που γνώριζα οι περιουσίες κάηκαν, άλλες πλημμύρισαν, άλλοι τα παράτησαν.
Ήταν άνθρωποι που αποτελούσαν ένα στήριγμα για μένα. Όταν είσαι άγνωστος, δεν είναι εύκολο να βρεις δουλειά. Βρέθηκα σε σημείο να μην έχω στέγη. Για δύο χρόνια, έμενα σε ένα κατάλυμα που είχα φτιάξει στο δάσος, έξω από τον Ωρωπό, στη μέση του πουθενά. Έτρωγα χόρτα, καρπούς από τα δέντρα και έστηνα παγίδες για να πιάσω κάνα θήραμα.
Τελικά, πριν από τέσσερα χρόνια, βρέθηκα στην Αθήνα. Έκανα μικροδουλειές σε οικοδομές. Είχα βρει ένα διαμέρισμα στον Πειραιά, αλλά αναγκάστηκα να το αφήσω, καθώς δεν μπορούσα να πληρώσω το ενοίκιο. Η δουλειά που έκανα δεν ήταν καθημερινή, τύχαινε να περάσουν πολλές μέρες μέχρι να με ξανακαλέσουν για μεροκάματο. Έτσι, ξαναβρέθηκα στο δρόμο. Κάθε μέρα κοιμόμουν σε διαφορετικό μέρος, ενώ τροφή εξασφάλιζα από το περισσευούμενο φαγητό που άφηναν σε σακούλες αρκετοί μαγαζάτορες.
Στη «σχεδία» ήρθα το Δεκέμβριο. Είχα δει πωλητές στο δρόμο, οι οποίοι και με ενημέρωσαν για το περιοδικό. Τα μεροκάματα στην οικοδομή είχαν πια σταματήσει. Την πρώτη μέρα πούλησα 10 περιοδικά, αν και στην αρχή πίστευα ότι κανείς δεν επρόκειτο να αγοράσει. Αποδείχθηκε, τελικά, ότι πάρα πολλοί είναι εκείνοι που βλέπουν εμάς τους πωλητές.
Με τα πρώτα χρήματα, πήρα ένα ξυραφάκι και ένα σαμπουάν. Η επαφή με τον κόσμο είναι πολύ σημαντική για μένα, νιώθω ότι υπάρχω και εγώ ανάμεσά σας, πως είμαι και εγώ μέλος της κοινωνίας. Πολλοί είναι αυτοί που προθυμοποιούνται να με κεράσουν έναν καφέ, ένα μπουκάλι νερό. Χωρίς το κόκκινο γιλέκο, αισθάνομαι απαρατήρητος.
Σάββας Κουρουγιαννίδης