Το ιστορικό φαρμακείο του Μπακάκου στην πλατεία Ομονοίας υπήρξε για πολλές δεκαετίες σημείο αναφοράς των Αθηναίων αλλά και επισκεπτών της πόλης. Είναι άγνωστο για ποιο λόγο «έγινε διάσημος τόπος ραντεβού του Μπακάκου» και όχι το ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος» ή το Θέατρο Κοτοπούλη, που υπήρχαν επίσης στην περιοχή.
Το ιστορικό φαρμακείο του Μπακάκου υπήρξε για πολλές δεκαετίες το σημείο αναφοράς των Αθηναίων και όχι μόνο, οι οποίοι έδιναν εκεί το ραντεβού τους για να πάνε για ψώνια ή για να συναντηθούν με τους συγγενείς τους από την επαρχία.
Το 1916 μεταφέρεται το φαρμακείο του Μπακάκου από την Λακωνία, στην οδό Δώρου, στην Αθήνα. Το 1919 μεταφέρεται εκ νέου στην γνωστή θέση στην πλατεία. Το φαρμακείο που ίδρυσε ο Πέτρος Μπακάκος με το χημικό Ανδρέα Σακαλή, έγινε το πιο αναγνωρίσιμο σημείο στο κέντρο της Αθήνας.
Με «μηδέν» διαφήμιση, το πενταώροφο φαρμακείο του Μπακάκου είχε φθάσει, τη δεκαετία του ’50, να εξυπηρετεί έως και 5.000 πελάτες την ημέρα. Η προνομιακή θέση του φαρμακείου, αφού βρισκόταν στην καρδιά της πόλης βοήθησε πολύ σε αυτό.
Σταδιακά η επιχείρηση εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο φαρμακείο της Ελλάδος και της Ν. Α. Ευρώπης. Ας μην ξεχνάμε ότι τότε τα φάρμακα παρασκευάζονταν στα φαρμακεία σύμφωνα με τη συνταγή γιατρού.
Υπήρξε όμως και στέκι πολιτικών αλλά και ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, το πατάρι του Μπακάκου, απ’ όπου οι πελάτες έβλεπαν συχνά-πυκνά να περνούν ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Δημήτρης Λαμπράκης, ο Γιάννης Γρυπάρης, ο Κώστας Θεοτόκης.
Η περιοχή της Ομόνοιας εκείνα τα χρόνια δεν είχε την εικόνα που έχει σήμερα. Στην Σωκράτους στην Βερανζέρου στην Αγίου Κων/νου εκείνη την εποχή κατοικούσε κόσμος… Στις αρχές του 20ύ αιώνα η πλατεία ήταν σημείο αναφοράς της κοσμικής κίνησης της πόλης αφού περιμετρικά της πλατείας βρίσκονται μερικά από τα πιο σημαντικά ξενοδοχεία αλλά και καταστήματα.
Σήμερα, από το πάλαι ποτέ «ραντεβού στου Μπακάκου», περάσαμε στο «ραντεβού στο Μετρό». ΟΙ περισσότεροι Έλληνες που κινούνται στο κέντρο δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στο σταθμό του Συντάγματος.
Η πρώτη λέξη στα ελληνικά
Στις μέρες μας ο “Μπακάκος” έχει γίνει μία… διεθνής λέξη. Για πολλούς είναι μία από τις πρώτες λέξεις που μαθαίνουν στα ελληνικά. Τους είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, γιατί με αυτή τη λέξη αυτομάτως ξέρουν πού βρίσκονται, πού θα συναντήσουν συμπατριώτες τους, και πώς θα στείλουν διάφορα αγαθά στην οικογένεια, πίσω στην πατρίδα τους.
Λένε “Μπακάκος” και συνεννοούνται. Ακριβώς όπως τρεις – τέσσερις δεκαετίες πριν έλεγαν την ίδια λέξη, δίνοντας τα ραντεβού τους οι άνθρωποι που έρχονταν από κάθε πόλη της Ελλάδας για να αγοράσουν τα φάρμακα (έπειτα από την επίσκεψη στον «καλό γιατρό» της πρωτεύουσας), να δουν τους συγγενείς ή να αναζητήσουν εργασία.
Έμαθαν το όνομα από τους συμπατριώτες τους, από τον οδηγό του λεωφορείου που τους έφερε στην Ελλάδα ή από το γραφείο οικιακών βοηθών που θα αναλάβει στη συνέχεια να τους εξασφαλίσει εργασία. «Στου Μπακάκου», το ιστορικό πλέον φαρμακείο της πόλης, τα ραντεβού δίνονται στα ρωσικά, τα ρουμανικά, τα πολωνικά, τα ουκρανικά και τα βουλγαρικά και διαρκούν λίγο, γιατί το σημείο συνάντησης είναι η πλατεία Αγίου Κωνσταντίνου, λίγα μέτρα πιο κάτω.
Ενώ κάποτε ήταν ο “επαρχιώτης στην Ομόνοια” που περίμενε με ανυπομονησία στη γωνία για τους συγγενείς και φίλους, τώρα, είναι κυρίως γυναίκες σαράντα – πενήντα χρόνων, οι οποίες δίνουν στου Μπακάκου το πρώτο ραντεβού, για να ενταχθούν στη συνέχεια στον μικρόκοσμο των ξένων μεταναστών που αναζητούν τις ευκαιρίες της δυτικής πρωτεύουσας ξεκινώντας από την Ομόνοια.
Τότε, ήταν το ΚΤΕΛ στην Αγίου Κωνσταντίνου (αυτό που αργότερα μεταφέρθηκε στον Κηφισό) το μεταφορικό μέσο που προσέγγιζε το φαρμακείο του Μπακάκου. Τώρα είναι τα πούλμαν που ξεκινούν από την Οδησσό, τη Σόφια, το Βουκουρέστι που καταλήγουν στην Αγίου Κωνσταντίνου, τα οποία γίνονται ο συνδετικός κρίκος με το φαρμακείο και διαιωνίζουν μια προφορική παράδοση επτά δεκαετιών.
Ομόνοια, 1970
“…Το καφενείο ΝΕΟΝ λίγο πριν τα μεσάνυχτα έκλεισε, αφού από το πρωί κι όλη τη μέρα είναι στις δόξες του. Σ’ αυτό που ο Τσαρούχης απαθανάτιζε τους ναύτες του, παρακολουθώντας τους να σεργιανούν στα πεζοδρόμια. Η καφετέρια του ξενοδοχείου ΟΜΟΝΟΙΑ με τις θαμπές τζαμαρίες της φιλοξενεί την περιθωριακή νεολαία, παρέα με τις γυναίκες του δρόμου… Παραδίπλα οι τηλεφωνικοί θάλαμοι στη σειρά, παίρνουν φωτιά από κάτι μονόλογους, που δεν λένε να τελειώσουν. Από γλυκόλογα μέχρι απειλές και βρισιές.
Στο καφενείο ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, γωνία της οδού Πειραιώς, αυτή την ώρα στα μαρμάρινα τραπέζια του κουρνιάζουν άστεγοι, νεαροί αλήτες και περιφερόμενοι, μακριά από τις παλιές του δόξες το μαγαζί. Στη γωνία το ιστορικό φαρμακείο του ΜΠΑΚΑΚΟΥ. Μέχρι και το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, ήταν σημείο συνάντησης, όπως και όλα τα φαρμακεία, ποιητών, συγγραφέων, καλλιτεχνών μέχρι και πολιτικών. Τώρα απόμειναν οι συναντήσεις και τα ραντεβού του φαντάρου με την αγαπημένη του, της εξοδούχου υπηρέτριας με την συγχωριανή της συνάδελφο και του νεόφερτου επαρχιώτη στην πολύβουη πρωτεύουσα…” (Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Μπουμπουρή “Το υπόγειο του Τσέ”, 2017).
Πηγή: Xaidarisimera