Σκορπισμένοι στο κτιριακό απόθεμα της αχανούς πρωτεύουσας, οι τσιμεντένιοι σκελετοί ημιτελών οικοδομών, γηρασμένοι σε μια χρόνια συνθήκη αναμονής, είναι το υλικό μιας πυκνής και σύνθετης ερμηνείας ενός φαινομένου. Τα «γιαπιά» της Αθήνας: Μπορούν άραγε να αποτελέσουν πηγές σκέψης και προβληματισμού, μπορούν να γεννήσουν εικόνες ποίησης μέσα από την τραχύτητα, μπορούν ενδεχομένως να συνδεθούν με την ευρύτερη διεθνή συζήτηση για το παρελθόν και το μέλλον των πόλεων; Και τι φανερώνει η παρουσία τους στην πόλη για εμάς τους ίδιους;
Η επί σειράν ετών έρευνα της εικαστικού και σκηνοθέτιδος Μαρίας Λάλου και του Δανού αρχιτέκτονα Σκάφτε Αϊμο-Μπουτ (Skafte Aymo-Boot) πάνω σε αυτήν ακριβώς την αρχαιολογία του άστεως εξέβαλε σε ένα βιβλίο, δίγλωσσο (αγγλικά και ελληνικά), που με τίτλο «Unfinished» (Jap Sam Books) αφηγείται με εικόνες, ιστορίες και στοχαστικά δοκίμια την πορεία αυτών των τσιμεντένιων δεινοσαύρων, αυτοτελών κτιρίων, προσθηκών και επεκτάσεων. Είναι ένας φωτογραφικός άτλας κτισμάτων εκ πρώτης όψεως απεχθών και αντιαισθητικών, που, όμως, όταν οργανωθούν κάτω από μια ομπρέλα πολιτισμικής γεωγραφίας και ανθρωπολογικής κοινωνιολογίας, μεταβάλλονται σε ενδιαφέροντα πεδία στοχασμού.
«Το βιβλίο αυτό είναι το απαύγασμα της προσπάθειάς μας να αναδείξουμε το υποτιμημένο φαινόμενο των τσιμεντένιων σκελετών που παρατηρούνται στο αθηναϊκό αστικό τοπίο, αντί χρονικού μιας αφανούς ιστορίας της Αθήνας των μοντέρνων χρόνων», σημειώνουν οι δύο ερευνητές. Η Μαρία Λάλου και ο Σκάφτε Αϊμο-Μπουτ, δουλεύοντας μεθοδικά ως αρχαιολόγοι της πόλης, χαρτογράφησαν και φωτογράφισαν τα «εφήμερα» αυτά κτίσματα και στα επτά γεωγραφικά διαμερίσματα της Αθήνας και αναδύθηκαν μέσα από αυτήν την καταβύθιση τροπαιούχοι όχι μόνο με έναν πολύ μεγάλο αριθμό (ποιητικών ασπρόμαυρων) φωτογραφιών, αλλά και με ένα σώμα αφηγήσεων εμπλουτίζοντας, σχεδόν αναπάντεχα, αυτήν την έρευνα με προφορικές μαρτυρίες, που φωτίζουν κάποιες από τις στοιχειωμένες ιστορίες των τσιμεντένιων σκελετών.
Εχει πολλαπλό ενδιαφέρον ο όρος του «αντιμνημείου» που εισάγουν οι δύο μελετητές (η Μαρία Λάλου, εξάλλου, είναι μια δημιουργός που γεννάει πάντα μια εννοιολογική ενδοχώρα στο έργο της, με πολιτικές και κοινωνιολογικές αναγνώσεις). Αυτό το αντιμνημείο πηγάζει από μια συνθήκη, τη διάκριση ανάμεσα στο μνημείο, για το οποίο υπάρχει συναίνεση ή κατανόηση για τη σπουδαιότητά του, και το ευτελές ανάστροφο αποτύπωμά του, που μπορεί να είναι ένα γιαπί. «Με τον ίδιο τρόπο που συγκεκριμένοι κανονισμοί και κανόνες ορίζουν ποιες κατασκευές έχουν την πολιτιστική-ιστορική αξία που τις καθιστά μνημεία, άλλοι κανονισμοί και κανόνες είναι συχνά ο λόγος για την ημιτελή συνθήκη στην οποία βρίσκονται τα αθηναϊκά τσιμεντένια κτίρια», εξηγούν οι δύο ερευνητές. «Σε πολλές περιπτώσεις, τροποποιήσεις και αλλαγές στην οικοδόμηση κατά τη διάρκεια των ετών που κάποιο κτίριο είχε παραμείνει σκελετός, δημιουργούν ένα νομικό αδιέξοδο που καθιστά αδύνατη την ολοκλήρωση της κατασκευής, πρακτικά διατηρώντας το κτίριο για πάντα στο στάδιο του σκυροδέματος. Ετσι, δημιουργείται η συνθήκη του αντιμνημείου».
«Εχοντας τον χαρακτήρα ενός ερειπίου για κάποιον ξεχασμένο σκοπό, το ημιτελές κτίριο παραπέμπει ταυτόχρονα στο παρελθόν και στο μέλλον», λένε η Μαρία Λάλου και ο Σκάφτε Αϊμο-Μπουτ.
Τα γιαπιά
Aυτή η πολυκεντρική προσέγγιση στο φαινόμενο του γιαπιού φέρνει στην επιφάνεια πτυχές μιας αισθητικής στάθμης και ενός πολεοδομικού κανονισμού, αλλά και όψεις του νομικού πολιτισμού μας, όπως και εκδοχές μιας αέναης ροής πύκνωσης και αραίωσης του αστικού ιστού. «Εχοντας τον χαρακτήρα ενός ερειπίου για κάποιον ξεχασμένο σκοπό, το ημιτελές κτίριο παραπέμπει ταυτόχρονα στο παρελθόν και στο μέλλον. Λες και είναι παγωμένο στον χρόνο και διατηρεί έκτοτε τον όγκο που απέκτησε στο στάδιο του σκυροδέματος», τονίζουν η Μαρία Λάλου και ο Σκάφτε Αϊμο-Μπουτ.
Τα έχουμε δει όλοι παντού. Στο κέντρο ή στις γειτονιές. Ορισμένα γιαπιά μοιάζουν να είναι φυτρωμένα από πάντα, γιατί μια εικόνα από τη δεκαετία του 1970 ή του 1980 πετρώνει στον χρόνο, διαμορφώνει μια αντίληψη άστεως. Στην πλατεία Καραϊσκάκη, π.χ., στο Μεταξουργείο, είναι οικεία η εικόνα του ημιτελούς σκελετού (στη θέση παλαιού ξενοδοχείου εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής). Οι ιστορίες στο βιβλίο φέρνουν στην επιφάνεια διαδρομές ανθρώπων, γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, οικονομικές αποτυχίες και διαιώνιση αισθητικών ανορθογραφιών. Η ιστορία με τη Σαπφώ, εγγονή του παππού που έχτισε το πανωσήκωμα στο Πολύγωνο, δίπλα στον παιδικό σταθμό. Η Σαπφώ ζει στην κίτρινη μονοκατοικία από κάτω, έχοντας από πάνω της το τσιμεντένιο «φάντασμα»… Η αφήγησή της θα μπορούσε να είναι διήγημα του Ταχτσή. Οι φωτογραφίες από τον όροφο, με τα σπαράγματα και τα θραύσματα περασμένης ζωής, είναι ποιητικές ανακλήσεις του αιώνιου εφήμερου.
Ο πατέρας και οι κόρες
Στον Βοτανικό, σε μια άλλη περίπτωση, κατοικείται μόνον ο τελευταίος όροφος. Οι υπόλοιποι όροφοι είναι γιαπί. Είναι η ιστορία ενός πατέρα με τις κόρες του. Οι αφηγήσεις παρατίθενται εν είδει συνεντεύξεως και δίνουν πλούσιο υλικό μιας αστικής λαογραφίας.
Το «Unfinished» συμπυκνώνει ένα φαινόμενο και το διαστέλλει σε όλες τις δυνατές εκδοχές του. Τα δοκίμια που περιλαμβάνονται με τις υπογραφές των Μπρουκ Χολμς (Brooke Holmes), Πλάτωνα Ησαΐα και Ελπίδας Καραμπά, ανοίγουν το θέμα θεωρητικά και βιωματικά και το αναβιβάζουν σε μια θεωρητικά διεθνή πλατφόρμα σκέψης. Το βιβλίο έχει ήδη παρουσιαστεί στο Ρότερνταμ και στο Λονδίνο, ενώ «από καιρό είμαστε σε συζήτηση για μια έκθεση στο μουσείο Allard Pierson και στην Αρχαιολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Αμστερνταμ και τον αρχαιολόγο Βλάντιμιρ Στίσι, στο πλαίσιο της σύγχρονης αρχαιολογίας», λέει η Μαρία Λάλου.
Το θέμα που φέρνει μπροστά αυτή η έρευνα συνδέεται αναπόφευκτα με τη νέα σκέψη που γεννούν τα τελευταία χρόνια η αθηναϊκή πολυκατοικία και το φαινόμενο της μαζικής μεταπολεμικής ανοικοδόμησης μέσα σε ένα περιβάλλον πολιτισμικής γεωγραφίας. Η αρχαιολογία του μοντέρνου και η ανασκαφή στη μνήμη των πόλεων προσελκύουν ολοένα και περισσότερους ερευνητές από διάφορα πεδία εξειδίκευσης.
Πηγή: Νίκος Βατόπουλου / ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ