Τα ξημερώματα της Κυριακής, τελευταία ημέρα του Μαρτίου, οι δείκτες των ρολογιών θα πρέπει να μετακινηθούν μία ώρα μπροστά, δηλαδή από 3 π.μ. σε 4 π.μ., οπότε και θα χάσουμε μια ώρα ύπνου.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να σταματήσει την εναλλαγή ώρας το 2021, δίνοντας τη δυνατότητα σε κάθε κράτος-μέλος να επιλέξει ανεξάρτητα τη μονιμοποίηση της θερινής ή τη χειμερινής ώρας, ωστόσο στην Ελλάδα η σχετική διαβούλευση αναβλήθηκε επ’ αόριστον καθώς συνέπεσε με την υγειονομική κρίση του κορωνοϊού.
Είναι ενδεικτικό ότι σχεδόν όλες οι Ασιατικές και Αφρικανικές χώρες δεν συμμετέχουν στην εναλλαγή χειμερινής και θερινής ώρας, ενώ άλλες χώρες την έχουν καταργήσει ή σχεδιάζουν την κατάργηση του μέτρου.
Πότε εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα η θερινή εφαρμόστηκε για πρώτη φορά, δοκιμαστικά, το 1932 και συγκεκριμένα από τις 6 Ιουλίου μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου, όταν τα ρολόγια είχαν τεθεί μία ώρα μπροστά.
Έπειτα όμως εγκαταλείφθηκε, επειδή στις 28 Ιουλίου 1916 στις 04:00 ώρα, τα ρολόγια στην Ελλάδα είχαν τεθεί 25 λεπτά μπροστά κατά την εισδοχή της ζώνης ώρας που είχε αποφασιστεί παγκοσμίως.
Έτσι, η διαφορά σε σχέση με το φως του Ήλιου που καθορίζει και τον πραγματικό χρόνο γινόταν πολύ μεγάλη, κυρίως στα δυτικά τμήματα της χώρας και περισσότερο στη Κέρκυρα.
Τα επόμενα χρόνια είχε υιοθετηθεί μια απλή μετατόπιση της ώρας έναρξης λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών και καταστημάτων κατά μισή ώρα, στη χειμερινή περίοδο.
Δύο χρόνια, όμως μετά την ενεργειακή κρίση που ξέσπασε στην Ευρώπη το 1973, αποφασίστηκε η υιοθέτηση του μέτρου της θερινής ώρας από μεγάλο μέρος των κρατών της, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Τέθηκε σε εφαρμογή το 1975.