Του Θοδωρή Λαπαναΐτη
Η φράση του πρωθυπουργού από το βήμα της βουλής «επιδιώκουμε έναν έντιμο συμβιβασμό, αλλά συνθηκολόγηση άνευ όρων μην περιμένετε από εμάς» σε συνδυασμό με το δίλημμα που έθεσε ο Αλέξης Τσίπρας απευθυνόμενος προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης για το αν θα στηρίξουν τη διαπραγματευτική τακτική της κυβέρνησης ή αν θα συμπεριφέρονται ως «φερέφωνα των πιο ακραίων εμπνευστών του μνημονίου σε Ελλάδα και Ευρώπη», εγκαινιάζει μια νέα σελίδα στην πολιτική ζωή της χώρας μετά τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου.
Η πρωτοβουλία του Αλέξη Τσίπρα να προκαλέσει τη χτεσινή ειδική συνεδρίαση της βουλής αν και δεν έκανε σοφότερους όσους την παρακολούθησαν για τις λεπτομέρειες της πορείας των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές και εταίρους της ΕΕ, εντούτοις τα πολιτικά διλήμματα που έθεσε ο πρωθυπουργός και οι τόνοι που χρησιμοποίησε προσδιορίζοντας τις «κόκκινες γραμμές» αποτελούν μια εξαιρετικά σοβαρή μαρτυρία για το γεγονός ότι η ίδια η κυβέρνηση βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι με δύσκολες επιλογές.
Από τη μια μεριά η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με την άκαμπτη στάση των δανειστών, οι οποίοι σύμφωνα με τα συμφραζόμενα του Αλέξη Τσίπρα επιμένουν να θεωρούν ως βάση συζήτησης το email Χαρδούβελη και από την άλλη μεριά ο πρωθυπουργός γίνεται αποδέκτης πιέσεων για δρομολόγηση πολιτικών εξελίξεων που φτάνουν μέχρι την αναδιάταξη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και ως το σχηματισμό μιας «οικουμενικής κυβέρνησης» που θα στηρίξει μια συμφωνία με τους δανειστές, μια συμφωνία πιστή συνέχεια της προηγούμενης μνημονιακής περιόδου.
Σ’ αυτά τα σενάρια ο Αλέξης Τσίπρας θέλησε να στείλει το μήνυμα πως δεν μπορεί να ενδώσει μετά το εκλογικό αποτέλεσμα του Ιανουαρίου σε τέτοιες επιλογές. Η κίνηση του πρωθυπουργού να φέρει το θέμα στη βουλή καλώντας τη ΝΔ, το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ να «διαλέξουν πλευρά» στη λογική του προεκλογικού συνθήματος «ΣΥΡΙΖΑ ή μνημόνιο» αποτελεί και ένα έμμεσο μήνυμα προς τους δανειστές για τα όρια των υποχωρήσεων που μπορεί να κάνει η κυβέρνηση στο πλαίσιο ενός συμβιβασμού μεταξύ Ελλάδας και ευρωζώνης.
Ωστόσο οι επιθετικές αιχμές του Αλέξη Τσίπρα κατά των εταίρων της ΕΕ και η περιγραφή ενός «ναρκοθετημένου πεδίου» από δυνάμεις εντός και εκτός Ελλάδας με στόχο την αποτυχία της κυβέρνησης δημιουργεί ερωτήματα για το γεγονός ότι το μέγαρο Μαξίμου όλες αυτές τις μέρες επιμένει να θεωρεί ότι υπάρχει πεδίο προσέγγισης στις συνομιλίες με τους εκπροσώπους των δανειστών για μια «αμοιβαία επωφελή λύση» προς όφελος της μεσαίας τάξης και των μισθωτών.
Ορισμένοι δε επισημαίνουν, ότι με την κίνησή του αυτή να απευθυνθεί κατ’ αυτό τον τρόπο στα κόμματα της αντιπολίτευσης από τη βουλή και να πολώσει σε τόσο οξύτατο βαθμό το πολιτικό κλίμα, ο Αλέξης Τσίπρας είχε στόχο να υπερκεράσει προβληματισμούς και ενστάσεις που έχουν αναπτυχθεί στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ για τη Συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, καθώς παρά την «κοινή ανάγνωση» οι ανησυχίες μεγάλου μέρους του στελεχικού δυναμικού του κυβερνώντος κόμματος για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσει να εφαρμόσει το προεκλογικό του πρόγραμμα εντείνονται, παρόλο που δεν εκφράζονται τόσο ανοιχτά το τελευταίο διάστημα.
Μάλιστα δεν λείπουν και αναλύσεις που δίνουν μια άλλη ερμηνεία στις κινήσεις του πρωθυπουργού όπως η χτεσινή κοινοβουλευτική παρέμβαση. Σύμφωνα με αυτές τις ερμηνείες επίκειται συμφωνία ετεροβαρή στο πλαίσιο της παράτασης της δανειακής σύμβασης που είναι αμφίβολο αν υπό κανονικές συνθήκες μπορεί να την αντέξει πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ και ο πρωθυπουργός θέλει μέσα από τους οξείς τόνους κατά της αντιπολίτευσης να συγκαλύψει το μέγεθος των υποχωρήσεων αυτών, καθώς ήδη έχουν γίνει αρκετές υποχωρήσεις από τις προεκλογικές διακηρύξεις του κυβερνώντος κόμματος.
Σε κάθε περίπτωση πάντως αυτό που κατέστησε σαφές ο πρωθυπουργός είναι πως δεν πρόκειται να δεχτεί υφεσιακά μέτρα σ’ αυτή τη διαπραγμάτευση και από εκεί και πέρα έθεσε ως στόχο για τον Ιούνιο μια Συμφωνία με κεντρικό πυρήνα την αναδιάρθρωση του χρέους, ευελπιστώντας ότι θα μπορέσει σ’ αυτό το πλαίσιο να ακολουθήσει τις βασικές γραμμές των προεκλογικών του δεσμεύσεων. Το ερώτημα είναι αν η ΕΕ εξακολουθεί να έχει τόσο άκαμπτη στάση στο ελληνικό ζήτημα, και τα κόμματα στα οποία απευθύνθηκε ο πρωθυπουργός (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι) δεν στηρίξουν τη διαπραγματευτική τακτική της κυβέρνησης και επιμείνουν στη γραμμή «πάση θυσία συμφωνία» με τους εταίρους στο όνομα της παραμονής στο ευρώ, πως θα απαντήσει ο ΣΥΡΙΖΑ τηρώντας τη «νωπή λαϊκή εντολή» της 25ης Ιανουαρίου;