Του Θοδωρή Λαπαναΐτη
Υπάρχει ένα στιγμιότυπο στις διήμερες εργασίες της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, η σημασία του οποίου όχι μόνο δεν έχει φωτιστεί, αλλά πέρασε και στα ψιλά για να εκφραστούμε ευγενικά και να μην πούμε ότι πέρασε παντελώς απαρατήρητο.
Ωστόσο αυτό το περιστατικό, κατά την άποψη του γράφοντος, σημαδεύει απόλυτα και καταδεικνύει και τα πολιτικά όρια του ΣΥΡΙΖΑ στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές και κυρίως τα όρια της πολιτικής βούλησης και πίστης τόσο της κομματικής ηγεσίας όσο και της εσωκομματικής αντιπολίτευσης στο προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι πληροφορίες θέλουν να κατατέθηκε πρόταση το βράδυ της Κυριακής από τον Αντρέα Καρίτζη, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην εκπρόσωπο τύπου του κόμματος, προκειμένου το κορυφαίο κομματικό όργανο να αποφασίσει τη διακοπή των διαπραγματεύσεων στο επίπεδο του Brussels Group και να συνεχιστεί η όποια διαπραγμάτευση σε καθαρά πολιτικό επίπεδο. Η πρόταση αυτή όχι μόνο μειοψήφησε αλλά πήρε ελάχιστες ψήφους απέχοντας απελπιστικά πολύ από τις 75 που συγκέντρωσε η τροπολογία της Αριστερής Πλατφόρμας-Κόκκινου Δικτύου-ΚΟΕ που υπονοούσε τη ρήξη χωρίς όμως να τη διατυπώνει ρητά.
Αν και ο ίδιος ο Αντρέας Καρίτζης, στο πλαίσιο της «μυστικότητας» των εργασιών της Κεντρικής Επιτροπής –αναφορικά με το τι έγινε πίσω από τις κλειστές πόρτες της συνεδρίασης, αρνείται να απαντήσει είτε επιβεβαιώνοντας είτε διαψεύδοντας την παραπάνω πληροφορία για τη πρότασή του αυτή, η πληροφορία ότι το συγκεκριμένο στέλεχος ήταν ο φορέας της πρότασης αυτής, επιβεβαιώνεται από άλλους συμμετέχοντες στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής.
Η σημασία αυτού του πολιτικού γεγονότος έγκειται στο ότι η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε να υιοθετήσει μια πολιτική πρόταση που έχει ένα πραγματικό δια ταύτα (σε αντίθεση με την τροπολογία της Αριστερής Πλατφόρμας) και είναι η άρνηση συζήτησης σε επίπεδο «πρώην τρόικας» αν θέλουμε να μιλήσουμε με όρους πριν της 25ης Γενάρη για το περιεχόμενο και τη σύνθεση του Brussels Group και των «τεχνικών κλιμακίων».
Και όλα αυτά συμβαίνουν στο απόηχο της κατάρρευσης της ρητορικής του πρωθυπουργού για πολιτική διαπραγμάτευση όπως έδειξαν και τα αποτελέσματα της τριμερούς επαφής του Αλέξη Τσίπρα με Άγκελα Μέρκελ και Φρανσουά Ολάντ στη Ρίγα της Λετονίας. Και όταν μάλιστα η συζήτηση στο επίπεδο του BrusselsGroup και των τεχνικών κλιμακίων δείχνει ότι η κυβέρνηση απομακρύνεται για τα καλά από τις αρχικές κόκκινες γραμμές που είχε θέσει. Και όχι μόνο αυτό, αλλά απομακρύνεται και από τη λογική ότι δε θα δεχτεί υφεσιακά μέτρα.
Όταν λοιπόν ούτε η Αριστερή Αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ δεν υιοθετεί στο σύνολό της συγκεκριμένες προτάσεις που ενέχουν το σπέρμα της ρήξης μπροστά σε μια συμφωνία με «εξευτελιστικούς όρους» κατά την ορολογία του ίδιου του πρωθυπουργού με τι εχέγγυα μπορεί η κυβέρνηση να διατείνεται ότι θα υπογράψει μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία για τη χώρα, πόσο πραγματική είναι η απειλή της στάσης πληρωμών προς τους δανειστές και κυρίως πόσο απηχεί την αλήθεια η ρητορική ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα εγκαταλείψει το προεκλογικό του πρόγραμμα;