Συνέντευξη στον Δημήτρη Πόπορη
Ο Βαγγέλης Γερμανός, το 1981, αρκετά χρόνια πριν γεννηθώ εγώ, έκανε την πρώτη του δισκογραφική εμφάνιση με τα «Μπαράκια», πραγματοποιώντας τη δική του καλλιτεχνική επανάσταση και προσδίδοντας νέα στοιχεία στη μουσική σκηνή της εποχής.
34 χρόνια μετά, και ενώ έχουν μεσολαβήσει πολλές δουλειές του, όχι μόνο στη μουσική, αλλά γενικότερα στον χώρο της τέχνης, βρέθηκε να μιλάει μαζί μου στο τηλέφωνο, λίγες μέρες μάλιστα πριν παρουσιάσει το βιβλίο του με τίτλο «Ο Αρμενιστής».
Μέσα από τη συζήτηση, ο Βαγγέλης Γερμανός επιχείρησε να μου μεταδώσει την αξία που έχει για εκείνον η ουσία των πραγμάτων, το «είναι», σε αντίθεση με τη «βιτρίνα» και το «φαίνεσθαι».
Πώς όμως διακρίνει κάποιος τις δύο αυτές έννοιες; Η απάντηση στις αράδες που ακολουθούν:
Ξεκινώντας, θέλω να μάθω λίγα πράγματα για το βιβλίο σας, τον «Αρμενιστή».
Ο «Αρμενιστής» είναι ένα βιβλίο που αναφέρεται αρχικά στη βασική εκπαίδευση που πρέπει να έχει ένας τραγουδοποιός, στα «όπλα» που οφείλει να μαζέψει και να διαθέτει, τα οποία βέβαια δεν τα μαθαίνει κανείς με τη μία. Απαιτείται να είναι παρατηρητής, να είναι μαθητής εφ’ όρου ζωής. Το δεύτερο μέρος του εμπεριέχει όλη τη δουλειά μου γραμμένη, στίχους και μουσική, ενώ το τρίτο μέρος είναι μία ανατροπή.
Γυρνώντας λίγο πίσω στα χρόνια, βλέπω πως σπουδάσατε στο μαθηματικό Θεσσαλονίκης. Ασχοληθήκατε δηλαδή με μία «πεζή» και ορθολογιστική επιστήμη, που έρχεται σε αντίθεση με τις αφηρημένες και ελεύθερες έννοιες της τέχνης.
Ο σκοπός του ανθρώπου είναι να συμψηφίσει και να συγκεράσει τις αντιθέσεις. Από τη μία έχουμε το λογικό και από την άλλη το παράλογο, σε πράγματα που βλέπουμε συνεχώς γύρω μας.
Ήθελα να έχω συνεπώς μια ολοκληρωμένη εικόνα του τι συμβαίνει, τόσο με τους υπόλοιπους ανθρώπους, όσο και με εμένα τον ίδιο.
Πώς προέκυψε το όνομα Βαγγέλης Γερμανός; Το κανονικό σας όνομα είναι Ευάγγελος Ιωάννου Γεωργουλόπουλος.
Το Γερμανός είναι παρατσούκλι. Προέκυψε από κάποια χαρακτηριστικά της εμφάνισης μου, όπως τα ξανθά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια. Το κράτησα λοιπόν γιατί εκτός των άλλων το Γερμανός έχει ένα ρ και το Βαγγέλης ένα λ, οπότε όλο μαζί ηχεί πολύ ωραία.
Πρωτοεμφανιστήκατε το 1981 στην ελληνική μουσική σκηνή και παρουσιάσατε αρκετά πρωτοποριακά στοιχεία για την εποχή. Η δεκαετία του ’80, ήταν μια «χρυσή» δεκαετία για τη μουσική, που επέτρεπε πειραματισμούς και νεωτερισμούς;
Η τοποθέτηση των πραγμάτων σε δεκαετίες είναι για λόγους καθαρά στατιστικούς και αναλυτικούς. Η δομή τους δεν αλλάζει, αλλάζουν μόνο τα κλισέ και οι βιτρίνες. Οι μουσικοί λειτουργούμε σε κάποιες σταθερές δομές, και κάθε φορά αλλάζει το «κουστουμάκι».
Είναι υποκειμενικό το ποιος είναι καλός και ποιος όχι στη μουσική;
Καθόλου υποκειμενικό, είναι αντικειμενικό. Καλός είναι αυτός που έχει στέρεα δομή, όχι καλή βιτρίνα. Καλός βέβαια όχι με τη συγκριτική έννοια, στη μουσική δεν κάνουμε πρωτάθλημα.Η μουσική βιομηχανία είναι αυτή που κρίνει μόνο συγκριτικά, ανάλογα με τις πωλήσεις. Εμάς δε μας απασχολούν αυτά ή η μόδα.
Ο Έλληνας γενικά έχει μια καλλιέργεια που τον ωθεί σε σωστά κριτήρια σχετικά με τη μουσική, αλλά δέχεται και αυτός έναν «βομβαρδισμό», με αποτέλεσμα ορισμένες φορές να μπερδεύει την ουσία με τη μόδα.
Το ζήτημα δηλαδή είναι να καταφέρουμε να δούμε πίσω από τη βιτρίνα.
Η βιτρίνα στήνεται για να προσελκύσει. Είναι η πρόσοψη. Όταν αυτή είναι τέλεια, αλλά η ουσία είναι σαθρή, αν ασχοληθεί κανείς μπορεί να το ανακαλύψει. Πρέπει να προσπαθείς να βλέπεις γιατί σου αρέσουν κάποια πράγματα, πρέπει να θέτεις ερωτήματα.
Βρισκόμαστε και σε μια εποχή που στέκεται πολύ στην εικόνα.
Βεβαίως, τα πράγματα τώρα δεν «είναι», φαίνονται. Είναι μια πρόκληση για τον κάθε άνθρωπο πλέον να δει πίσω από αυτό που φαίνεται. Η ζωή δεν είναι φτιαγμένη μόνο για την εκπλήρωση των βασικών αναγκών. Οι άνθρωποι οφείλουν να ασχοληθούν τόσο με τον εαυτό τους, όσο και με το περιβάλλον τους, όχι με την έννοια τη χρησιμοθηρική, αλλά με την έννοια της ισορροπίας.
Σε τι οφείλεται η χρησιμοθηρική οπτική της σύγχρονης κοινωνίας;
Στο γεγονός ότι «πολιτισμός» πλέον σημαίνει ο ένας να εξαπατεί τον άλλον. Υπάρχουν σήμερα πολλά μέσα εξαπάτησης. Υπάρχει η ρητορική, η πολιτική, το γλύψιμο.
Η κοινωνία πάντα είχε, έχει και θα έχει ένα κομμάτι σάπιο. Το θέμα είναι αυτό το κομμάτι να μην έχει τον έλεγχο.
Έχει παρακμάσει η μουσική;
Δε νομίζω ότι η μουσική ακμάζει ή παρακμάζει, με τη σοβαρή έννοια της. Με την έννοια της παραγωγής και της αντίληψης που έχει ο κόσμος για τη μουσική, ίσως έχει παρακμάσει. Το θέμα είναι να κοιτάζει και ο καθένας για τον εαυτό του, άσχετα από το τι ζητάει ο κόσμος, να προσπαθεί να προσφέρει ουσιαστικά, για να ξεχωρίζει.
Από τον φαύλο κύκλο της παρακμής ξεφεύγεις μόνο όταν δε σταματάς να ρωτάς γιατί συμβαίνει αυτό. Εγώ δε σταματάω ποτέ να ρωτάω. Δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά για να πεις κάποια στιγμή εγώ τα έμαθα, τώρα θα κάνω το δάσκαλο. Αυτό είναι λάθος.
Πάντως κακά τα ψέμματα κυριαρχούν και πολλοί άσχετοι τραγουδοποιοί με σκυλάδικα που πουλάνε.
Δεν είναι μόνο τα σκυλάδικα. Κοίταξε, η τεχνολογία, κάνει πολύ άνετη τη ζωή μας, αλλά την κάνει και πολύ τεμπέλικη. Από τη στιγμή που βγήκαν οι ευκολίες στην ηχογράφηση, χάθηκε λίγο η «μαγεία». Η τεχνολογία είναι απλά ορισμένα βήματα λογικής, δεν είναι «μαγεία».
Πλέον βάζεις ένα ντέμο να παίζει, πατάς και δύο κουμπιά και βγάζεις ένα τραγούδι χωρίς καμία ουσιαστική δομή. Δε μπορείς να περιμένεις πολλά από αυτό, μπορεί για διαφημιστικούς λόγους να κρατηθεί στην επικαιρότητα για λίγο, αλλά θα παραμένει μπούρδα.
Τι καθιστά ένα τραγούδι διαχρονικό; Η «Κρουαζιέρα» για παράδειγμα παίζει ακόμη στα μαγαζιά.
Νομίζω πως είναι νωρίς να πει κανείς για την κρουαζιέρα ότι είναι διαχρονικό τραγούδι, είναι απλά ένα τραγούδι 35 – 40 χρόνων, σιγά το διαχρονικό! Αυτά τα πράγματα είναι σχετικά, ο χρόνος μετρά διαφορετικά για τον καθένα. Πάντως, η διαχρονικότητα ενός τραγουδιού εξαρτάται από δύο πράγματα, χονδρικά: από το αν η ανάγκη που σε έκανε να το δημιουργήσεις προήλθε από μια βαθιά επιθυμία και από το αν κατάφερες να το σουλουπώσεις, να το φτιάξεις τόσο καλά ώστε να το παρουσιάσεις.
Η συμμετοχή σας στο τηλεοπτικό «Music School» ξένισε πολλούς.
Η τηλεόραση, και γενικά τα μέσα, εξαρτώνται από την ποιότητα που εμείς τους δίνουμε. Η χρήση τους τα καθορίζει, τόσο από τον πομπό, όσο και από τον δέκτη. Δε μπορούμε να απορρίπτουμε ένα ολόκληρο μέσο, χωρίς πρώτα να έχουμε εστιάσει στη δομή της συγκεκριμένης πτυχής του που εξετάζουμε.
Για το “Music School” μάλιστα δέχτηκα και πολύ θετική ανταπόκριση, τόσο από παιδιά που συμμετείχαν όσο και από το κοινό στο οποίο άρεσε.
H μουσική σάς προσέφερε έναν τρόπο διαφυγής από την πραγματικότητα;
Βεβαίως, αλλά θέλει προσοχή, γιατί έτσι και φύγεις εντελώς από την πραγματικότητα τότε είσαι άρρωστος. Όταν εγώ ήμουν πιτσιρικάς με την κιθάρα και έψαχνα τα κομμάτια που θα παίξω, επέλεγα εκείνα που με συγκινούσαν.
Όσο πιο βαθιά πάει κανείς στη μουσική, τόσο καταλαβαίνει και τον εαυτό του, και την κοινωνία.
Είστε ένας άνθρωπος που συνεχίζει να ονειρεύεται, ή θεωρείτε πως έχετε αγγίξει τους στόχους σας και απλά απολαμβάνετε τους καρπούς;
Όχι δεν υπάρχουν αυτά, αυτά είναι σαχλαμάρες. Το να νομίζει κανείς ότι έχει «φτάσει» κάπου είναι «ανωμαλία». Δε «φτάνεις» ποτέ. Το όνειρο είναι πηγή ζωής, διαφορετικά θα τα είχαμε παρατήσει όλα. Για να έχεις όρεξη να ζήσεις και να δημιουργήσεις, πρέπει να υπάρχουν κατευθύνσεις, συγκινήσεις και να απολαμβάνεις παράλληλα το ταξίδι.
Χρειάζεται ακόμη συγκροτημένη σκέψη, αλλά και να μην ξεχάσεις τον αισθηματικό κόσμο, όλη αυτή την έννοια της λέξης «αίσθημα». Όπως επίσης πρέπει να συνεχίζεις να μορφώνεσαι, να αναζητάς, γιατί διαφορετικά, χωρίς παιδεία, παραμένεις ένα ζώο, όπως όταν γεννιέσαι.
Εν πάση περιπτώσει, δε γίνεται να πεις ποτέ τώρα «έφτασα», «δοξάστε με». Τότε, θα είσαι ένας μαλάκας και μισός.