Σε μια παρωδία προεκλογικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στον «μελαγχολικό», τον «κεφάτο» και τον «αυτοφωράκια» εξελίσσεται μέχρι στιγμής η προεκλογική εκστρατεία των δύο βασικών όπως εμφανίζονται από τις δημοσκοπήσεις (η αξιοπιστία των μετρήσεων θα κριθεί) κομμάτων που διεκδικούν την πρωτιά.
Βασικό μοτίβο και των δύο, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ συμπεριλαμβανομένου του Ποταμιού και του ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ είναι η αποφυγή από το δημόσιο διάλογο και η απόκρυψη του λογαριασμού του 3ου μνημονίου, το οποίο ψήφισαν από κοινού και έρχεται αμέσως μετά τις κάλπες της 20ης Σεπτεμβρίου.
Η γραμμή όλων αυτών συμπίπτει και στην ουσία και στη διαδικασία. Δεσμεύονται για την εφαρμογή του μνημονίου και από εκεί και πέρα «σπαράσσονται» στη μάχη της ατάκας γύρω από μια λογική του ποιος είναι ο «καταλληλότερος» (αυτό ισχύει για ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ) ή ο «εγγυητής» (αυτό ισχύει για ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ και Ποτάμι) που θα «επαναδιαπραγματευτεί τα δύσκολα σημεία του μνημονίου, εκείνα για τα οποία υπάρχει περιθώριο να γίνει».
Και όλα αυτά περί επαναδιαπραγμάτευσης, ισοδύναμων, αντίρροπων και αντισταθμιστικών μέτρων λέγονται όταν μόλις δύο εβδομάδες πριν ψήφισαν τα μνημονιακά μέτρα που τώρα λένε ότι θα τα επαναδιαπραγματευτούν! Η υποκρισία σε όλο της το μεγαλείο, θυμίζοντας έντονα την προεκλογική περίοδο των μνημονιακών κομμάτων του 2012.
Σε τρία θέματα τα τελευταία δύο 24ωρα εκδηλώθηκαν αυτές οι εξευτελιστικές για το δημόσιο λόγο και το πολιτικό σύστημα πρακτικές. Το ένα είναι η αύξηση του ΦΠΑ για την ιδιωτική εκπαίδευση στο 23%, όπου αφού το ψήφισαν όλα αυτά τα κόμματα μαζί οι μεν της αντιπολίτευσης εγκαλούν το ΣΥΡΙΖΑ για «ιδεοληψίες» και ποινικοποίηση της «ιδιωτικής οικονομίας», αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα βρουν άλλα μέτρα οι ίδιοι για να το αντικαταστήσουν αν γίνουν κυβέρνηση.
Ο δε ΣΥΡΙΖΑ από τη μια δια του Δημήτρη Παπαδημούλη αφού εγκαλούσε τη ΝΔ ότι θέλει την υπερφορολόγηση των αδυνάτων υπερασπιζόμενος το μέτρο, αμέσως μετά την παρέμβαση της Κομισιόν ότι δήθεν δεν ζητήθηκε από την τρόικα η αύξηση του ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση, κάλεσε την υπηρεσιακή κυβέρνηση να το αναστείλει και δεσμεύτηκε ότι η νέα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα το καταργήσει.
Την ίδια στιγμή εικόνα θλίψης σύγχρονων «Μαυρογιαλούρων» εκπέμπουν Τσίπρας και Μεϊμαράκης στο αγροτικό ζήτημα με την υπερφορολόγηση που έρχεται και φτάνουν στο σημείο να υπόσχονται τις ίδιες ακριβώς εξαιρέσεις για τους «κατ’ επάγγελμα αγρότες», όταν έχουν αποδεχτεί και δεσμευτεί δια του τρίτου μνημονίου τη φορολόγηση των αγροτών ως προαπαιτούμενο για την εκταμίευση των επόμενων δόσεων. Εδώ η απάτη ξεπερνάει κάθε όριο.
Και φτάνουμε στο τρίτο και τελευταίο κατά τη διαδοχή των γεγονότων θέμα, το συνταξιοδοτικό με αφορμή δημοσίευμα της Εφημερίδας των Συντακτών που κάνει λόγο για «σχέδιο σοκ για τις συντάξεις» σύμφωνα με το οποίο η μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό θα οδηγήσει τα επίπεδα της ανώτερης σύνταξης στα 600 ευρώ.
Για το θέμα μάλιστα προέβη σε δημόσιες δηλώσεις ο τέως υπουργός εργασίας του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Κατρούγκαλος διαψεύδοντας το δημοσίευμα ως «απολύτως φανταστικό» που περιέχει «τερατώδη πράγματα» που δεν ισχύουν. Υποστήριξε δε ότι η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού –στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου- «προβλέπει η σύνταξη να μην είναι σύνταξη – φιλοδώρημα». Σύμφωνα με τις δηλώσεις του τέως υπουργού, η εθνική σύνταξη θα είναι ίδια για όλους, θα χρηματοδοτείται από τη φορολογία και πάνω σε αυτήν θα προστίθεται η κύρια σύνταξη, που θα είναι συνάρτηση των εισφορών και του εργασιακού βίου του κάθε εργαζόμενου.
Ασχέτως της ακρίβειας του δημοσιεύματος της Εφημερίδας των Συντακτών αυτό που περιγράφει ως μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι η πεμπτουσία των μνημονιακών δεσμεύσεων από το πρώτο μνημόνιο (ακόμη ακόμη από την προ μνημονιακή εποχή Γιαννίτση στο υπουργείο Εργασίας) ότι το κράτος θα εγγυάται μόνο μια σύνταξη 360 ευρώ και από εκεί και πέρα θα αλλάξει ο χαρακτήρας του ασφαλιστικού συστήματος και από «κοινωνικός» θα γίνει ανταποδοτικός στη λογική των επαγγελματικών ταμείων και της ιδιωτικής ασφάλισης που σημαίνει κατοχύρωση συντάξεων-φιλοδωρήματα εκ του αποτελέσματος.
Εδώ ο εμπαιγμός και η εξαπάτηση των ψηφοφόρων χτυπάει κόκκινο.
Με αυτά τα δεδομένα η εκλογική διαδικασία καταντάει μια παρωδία δημοκρατικής και ελεύθερης έκφρασης του ελληνικού λαού από τη στιγμή που “παλιοί” και “νέοι” επίδοξοι μνηστήρες της κυβερνητικής εξουσίας έχουν μετατρέψει το γκαιμπελισμό και το ψεύδος σε ιδεολογία τους και στρατηγική τους.