Γεννήθηκα στην Πάτρα το 1960. Ο πατέρας μου διατηρούσε ιχθυοπωλείο και εγώ με τον αδερφό μου, που ήταν ένα χρόνο μικρότερος, βοηθούσαμε στο μαγαζί. Δίπλωνα τα ψάρια στις εφημερίδες. Ο πατέρας μάς είχε περιορισμένους, δεν μας άφηνε να έχουμε δραστηριότητες, καθώς φοβόταν για την υγεία και την ασφάλειά μας. Ούτε να νοικιάσουμε ποδήλατο δεν μας επέτρεπε.
Από την ηλικία μόλις των 10 χρόνων, «κόλλησα» με τη ροκ μουσική. Ένιωθα ότι μου ανοιγόταν ένας νέος κόσμος. Ο θείος μου, που ήταν ναυτικός, μου έφερνε δίσκους που δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμη στην Ελλάδα. Στο σχολείο, είχα έφεση στα πρακτικά μαθήματα, για αυτό και πήγα σε πρακτικό λύκειο. Τις δύο τελευταίες τάξεις τις έκανα σε νυχτερινό σχολείο, αφού στα 16 μου έπιασα δουλειά σε ένα κηροπλαστείο.
Φτιάχναμε κεριά εκ του μηδενός, από πλάκες παραφίνης. Στα 17 μου χρόνια, έφυγα κρυφά από το σπίτι, διαρρηγνύοντας τις σχέσεις με την οικογένειά μου. Ένιωθα ότι καταπιέζομαι, έβραζα μέσα μου. Νοίκιασα σπίτι, όπου έμενα με την κοπέλα μου. Για να πληρώνω, δε, το ενοίκιο δούλευα σε οικοδομές. Οι φίλοι μου σε αυτήν την ηλικία σπούδαζαν, αλλά εγώ δεν ακολούθησα τούτο το δρόμο.
Στα 20 μου, παντρεύτηκα τη σύντροφό μου, ενώ δύο χρόνια μετά το γάμο αποκαταστάθηκαν και οι σχέσεις μου με τους δικούς μου. Είδαν ότι μπορούσα να σταθώ μόνος μου στη ζωή. Με τη σύζυγό μου, κάναμε διάφορες δουλειές μαζί, εργαστήκαμε από κρεοπωλεία μέχρι φούρνους, παρασκευάζοντας κρουασάν.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ανοίξαμε και μίνι μάρκετ. Δεν πήγαινε, όμως, καλά και ύστερα από τέσσερα χρόνια αναγκαστήκαμε να το κλείσουμε. Στη συνέχεια, ανοίξαμε και άλλο τέτοιο μαγαζί –όχι, όμως, στην ίδια γειτονιά–, αλλά ούτε αυτό έμελλε να μακροημερεύσει. Όταν δεν υπάρχουν χρήματα, έρχεται και η γκρίνια.
Μου έλεγε η γυναίκα μου να πάω να δουλέψω, να βρω λεφτά. Μοιραία, ήρθε ο χωρισμός μας το 1997.
Τα είχα κάνει ρόιδο. Μετά το διαζύγιο, άρχισα να κάνω μακροβούτια στο αλκοόλ, ώσπου το 2000 μπήκα για αποτοξίνωση στο 18 ΑΝΩ. Από τότε είμαι καθαρός. Το πολύ να πιω λίγο κόκκινο κρασί με το φαγητό, κι αυτό επειδή λένε ότι κάνει καλό. Στην πορεία, εργάστηκα για χρόνια στο χώρο της εστίασης, από σερβιτόρος ώς ντιλιβεράς. Μέχρι που το 2009 απολύθηκα, λόγω της κρίσης. Έψαχνα διαρκώς για δουλειά στον κλάδο και, παρόλο που είχα εμπειρία, οι προσπάθειές μου δεν είχαν αποτέλεσμα.
Για να μπορώ να πληρώνω το νοίκι μου, οδηγήθηκα στο σημείο να πουλήσω δύο μπιζουτιέρες με κοσμήματα. Καθώς θεωρούσα ότι είχα φτάσει κάτω από το μηδέν, το 2012, ανέβηκα στην Αθήνα, και συγκεκριμένα στο Μοσχάτο, για να μείνω μαζί με τη μάνα μου – ο πατέρας μου είχε πεθάνει. Είχαμε να μείνουμε κάτω από την ίδια στέγη από τότε που ήμουν έφηβος. Ζούσα από τη σύνταξή της.
Το 2014, σε μια βόλτα μου στο Σύνταγμα, είδα έναν πωλητή της «σχεδίας», πιάσαμε την κουβέντα και έμαθα λεπτομέρειες για το περιοδικό. Έτσι, πήρα την απόφαση να πάω στα γραφεία της «σχεδίας».
Στην αρχή, όταν φορούσα το κόκκινο γιλέκο, αισθανόμουν ντροπή και άβολα.
Στην πορεία, όμως, «ξεψάρωσα». Στη «σχεδία» νιώθω ότι απέκτησα μια δεύτερη οικογένεια. Με τα χρήματα που αποκόμιζα ως πωλητής μπορούσα να νοικιάσω ένα σπίτι, να πληρώνω τους λογαριασμούς. Πάντα βοηθούσε, βέβαια, και η μητέρα μου, με ένα πιάτο φαγητό. Όταν κουβεντιάζω με τον κόσμο στα πόστα, λέω αυτό που αισθάνομαι, μου βγαίνει ένας αυθορμητισμός. Πλέον, έχω ενταχθεί στο πρόγραμμα «σχεδία αρτ». Είναι πολύ σημαντικό που μου επιδεικνύεται εμπιστοσύνη και σε έναν άλλο χώρο, πέρα από εκείνον της πώλησης.
*Ο 62χρονος κ. Φώτης, από τις 15 Οκτωβρίου, έχει «κρεμάσει το κόκκινο γιλέκο», αφού είναι και επίσημα, πλέον, εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης στο εργαστήρι του «σχεδία αρτ». Άλλη μια θέση εργασίας που δημιουργείται μέσα από τις δράσεις της «σχεδίας».