Συμπληρώνονται δέκα χρόνια από το κλείσιμο του “Παρθενώνα του Παγκρατίου”, όπως τον χαρακτήριζαν κάποτε τα lifestyle περιοδικά των ‘90ς. Κάποτε, όταν έρχονταν φίλοι από το εξωτερικό, τους ξεναγούσαμε στην Ακρόπολη, την Πλάκα, το Μοναστηράκι και τους μυούσαμε σε αυτή τη μορφή καφέ που ήταν άγνωστη στην υπόλοιπη Ευρώπη αλλά και τον κόσμο: τον φραπέ. Και δεν υπήρχε καλύτερος φραπές απ’ αυτόν του Λέντζου. Ο Βασίλης Καλλίδης όταν τον δοκίμασε είχε πει ότι ήταν σαν να πίνει τιραμισού σε υγρή μορφή.
Ο φραπές είναι μια καθαρά ελληνική πατέντα που δημιουργήθηκε στη ΔΕΘ της Θεσσαλονίκης του 1957 από τον υπάλληλο της Nestle, Δημήτρη Βακόνδιο. Αυτός όμως που απογείωσε τον φραπέ και τον έκανε αναπόσπαστο κομμάτι της αθηναϊκής ποπ κουλτούρας ήταν ο Λέντζος.
Στον Λέντζο είχε βρεθεί και ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος, σύμφωνα με μαρτυρία της αγαπημένης συζύγου του ιδιοκτήτη κυρίας Γωγώς που όταν ζούσε έλεγε πάντα: «Θυμάμαι πως είχε φτάσει έξω από το μαγαζί ιππεύοντας ένα εντυπωσιακό λευκό άλογο με μια πολύ πλούσια χαίτη. Μαζί του ήταν και όλη η συνοδεία του, που τον ακολουθούσε καβάλα σε άλογα. Κατευθύνθηκαν προς το δασάκι που βρίσκεται ακριβώς απέναντι και αφού έδεσαν τα άλογα, ήρθαν στην καφετέρια. Είχαν παραγγείλει καφέ αλλά και πάστες, για τις οποίες το κατάστημά μας ήταν ξακουστό σε όλη την Αθήνα».
-Πώς ξεκίνησε η ιστορία που σας έκανε διάσημο;
Ξεκίνησα φτιάχνοντας ένα καφεζαχαροπλαστείο το 1964 στο νούμερο 2 της οδού Βρυάξιδος. Είχα λίγες καρέκλες αρχικά. Στον τότε “Λέντζο” έρχονταν πολλοί επώνυμοι.
-Μιλήστε μου για την ιστορία της τότε Αθήνας
Το απέναντι κατάστημα από το δικό μου, το 1964 που άνοιξα, ήταν του Παπασπύρου. Εγώ εργαζόμουν 17 χρόνια στου Παπασπύρου με τη γυναίκα μου, εκεί άλλωστε τη γνώρισα. Μετά ήμουν στην Αίγλη όπου κρατούσα το ταμείο. Τότε σύχναζαν εκεί οι Τώνης Μαρούδας, Νίκος Γούναρης, Ζωζώ Σαπουντζάκη, Κλειώ Δενάρδου, ο Παναγόπουλος… Είχαμε κόσμο τότε, γιατί η Αίγλη του Ζαππείου ήταν από τις λίγες επιλογές εξόδου. Μόλις μαθεύτηκε ότι έκανα δικό μου μαγαζί οι ιδιοκτήτες της Αίγλης μου είπαν πως ήταν καλύτερα να φύγω κι έτσι αποχώρησα χωρίς να πάρω αποζημίωση. Είχα πάρει όμως τέσσερις καλούς μάστορες από εκεί και πήρα άλλους δύο από το χωριό μου, τις Μηλιές Ηλείας, λίγο πιο μακριά από την Ολυμπία. Κι έτσι έφτιαξα το δικό μου κατάστημα. Ημουν αυτοδημιούργητος. Αρχικά κράτησε την επιχείρηση η γυναίκα μου, γιατί εγώ εργαζόμουν αλλού, μετά πήραμε και το απέναντι, που τώρα στεγάζεται μια τράπεζα, που ήταν του Παπασπύρου, ο οποίος μας πολέμησε μέχρι που αγοράσαμε τον χώρο του που βρισκόταν απέναντι από το αρχικό μας κατάστημα. Αυτό συνέβη το 1971.
-Τότε βγήκε και ο περίφημος φραπές σας
Ναι εκεί στην επέκταση του μαγαζιού μας, έκανα για πρώτη φορά τον φραπέ μας. Αρχισε να έρχεται η νεολαία από το σχολείο. Μια μέρα που ήταν άρρωστη η κοπέλα που έφτιαχνε τον καφέ μπήκα στον μπουφέ κι έφτιαξα τον περιβόητο φραπέ. Παρόλο που εγώ δεν πίνω φραπέ, προτιμώ εσπρέσο.
-Αυτήν την ερώτηση, που είναι αναπόφευκτη, την έχουν κάνει σίγουρα πολλοί. Ποιο είναι το μυστικό που έκανε τον φραπέ σας τόσο μοναδικό;
Η παρασκευή του μείγματος από τον οποίο προέκυπτε ο φραπέ κόστιζε πολύ. Εβαζα τέσσερις κουταλιές της σούπας καφέ. Μία κούπα ζάχαρη και ενάμιση ποτήρι νερό. Αυτά τα έβαζα στο μίξερ κι έβγαζα τέσσερις καφέδες. Τον φραπέ τον είχε φτιάξει κάποιος στη Θεσσαλονίκη με το καλαμάκι. Εγώ ήμουν ο πρώτος που τον έφτιαξε με μίξερ. Ερχονταν άνθρωποι να πιουν τον καφέ μου, όχι μόνο από όλη την Ελλάδα αλλά κι από τον κόσμο. Ηρθε να πιει φραπέ ένας Εγγλέζος, τότε που μου είχαν πάρει το κατάστημα οι ιδιοκτήτες, παρόλο που το είχα πληρώσει 250 εκατομμύρια δραχμές. Μου το έφαγε ένας δικηγόρος-τοκογλύφος. Το έβγαλε σε πλειστηριασμό πουλώντας το για 29 εκατομμύρια (από 250 εκατομμύρια) και δεν μου έδωσε τίποτα από αυτά. Παρότι τους πλήρωνα 5% τόκο κάθε μήνα, χωρίς να γίνεται κάπου καταγραφή της πληρωμής. Και μετά μου είπε ότι μου χρωστάς 70 εκατομμύρια. Πού να τα βρω; Αναγκάστηκα να το κλείσω το 2013.
-Πώς ήταν το Παγκράτι όταν ξεκινήσατε;
Δεν υπήρχε τίποτε τότε. Ενα κρεοπωλείο είχε απέναντι, ένας γανωτής ταψιών και δίπλα ένα μεγάλο μανάβικο. Ολα όσα έγιναν μετά τα “έφτιαξα” εγώ. Ενας που είχε κατάστημα στην οδό Φρύνης έλεγε χαρακτηριστικά: “Καλά χαζός είναι και κάνει κατάστημα στην ερημιά; Εδώ δεν έχει τίποτα!” Εγώ όμως πέτυχα. Τράβηξα κόσμο στην περιοχή. Κι έκανα καλά πράγματα. Ενθάρρυνα την παραγωγή φράουλας -που τότε δεν είχαμε στην Ελλάδα, ένα κατάστημα μόνο στην Πατριάρχου Ιωακείμ στο Κολωνάκι έφερνε φράουλες από τη Γαλλία. Και τις αγόραζαν πανάκριβα. Τις έβαζαν σε τούρτες και πάστες, όπως έκανα κι εγώ τότε κι έφευγαν όλες μέσα σε μία ώρα! Ηταν πανάκριβες, πολλές φορές δεν έβγαζα και τίποτα. Αλλά ήθελα να έχω καλά προϊόντα. Εφερνα βούτυρο από μακριά, μέλι για τα μελομακάρονα από τη Θάσο, αυγά από τα Μέγαρα. Τότε το Παγκράτι έγινε πρώτο. Δεν είχε έρθει μόνο ο βασιλιάς. Αλλά και ο Πάντζας, ο Κακλαμάνης, η Ντόρα Μπακογιάνη αργότερα (επειδή την κέρναγα μου έλεγε “θα τον πιω σκέτο για να σου κάνω οικονομία”). Τότε στο Αλσος Παγκρατίου υπήρχε θέατρο όπου εργαζόταν η Βέμπω, όπου ήλθε μετά από το μαγαζί και μου έκανε και αφιέρωση. Αλλά και σήμερα οι νεότεροι που έχουν έλθει στο Παγκράτι είναι καλά παιδιά.
Πηγή: Θανάσης Διαμαντόπουλος / http://Www.newmoney.gr