Η ανεπάρκεια βιταμίνης D θεωρείται πρόβλημα δημόσιας υγείας λόγω του παγκόσμιου υψηλού της επιπολασμού και των δυσμενών κλινικών συνεπειών στη μυοσκελετική υγεία. Επιπλέον, η βιταμίνη D μπορεί επίσης να είναι ζωτικής σημασίας για την πρόληψη ορισμένων εξωσκελετικών ασθενειών. Ωστόσο οι έρευνες σχετικά με την βιταμίνη D είναι πολλές φορές αντικρουόμενες και διάφορες ομάδες εμπειρογνωμόνων έχουν εκδώσει ετερογενείς συστάσεις σχετικά με τις δόσεις για τη συμπλήρωση βιταμίνης D.
Υπενθυμίζεται η θέση της Γαλλία η οποία ταξινόμησε την κύρια μορφή βιταμίνης D στους ενδοκρινικούς διαταράκτες αγνοώντας την γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφάλειας Τροφίμων EFSA ότι η πρόσληψη βιταμίνης D στους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς είναι “ανεπαρκής σε μεγάλο ποσοστό παιδιών και ενηλίκων”. Και η Αρχής ασφάλειας τροφίμων της Γαλλίας όμως υποστήριξε πως η περίσσεια βιταμίνης D σε βρέφη μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες στην υγεία τους τη στιγμή που η Δανία προσανατολίζεται στον εμπλουτισμό των τροφίμων με βιταμίνη D. Αξίζει να αναφερθεί και η προσπάθεια διεθνούς επιστημονικής ομάδας να τροποποιήσει γενετικά τις ντομάτες ώστε να περιέχουν περισσότερη προβιταμίνη D3, τον πρόδρομο της βιταμίνης D, γνωστής και ως “βιταμίνης της λιακάδας”, με στόχο οι ντομάτες αυτές να αποτελέσουν μια νέα διατροφική πηγή βιταμίνης D,.
Συνεπώς παρά τις δεκαετίες εντατικής επιστημονικής έρευνας, παραμένουν αρκετά κενά γνώσης σχετικά με τον ακριβή ορισμό της ανεπάρκειας ή της επάρκειας βιταμίνης D, τα οφέλη για την υγεία από τη βελτίωση της κατάστασης της βιταμίνης D και την απαιτούμενη πρόσληψη βιταμίνης D.
Σε επιστημονική ανασκόπηση ανασκόπηση που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Foods και στην οποία συνέβαλαν πολλά Πανεπιστήμια μεταξύ των οποίων και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) όπως και πανεπιστήμια από Πολωνία, Γερμανία, ΗΠΑ και Αυστρία, οι επιστήμονες συζητούν τις πρόσφατες εξελίξεις σχετικά με τα επιστημονικά στοιχεία που υποστηρίζουν την καθημερινή λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D με 2000 διεθνείς μονάδες (IU) (50 μg) βιταμίνης D3 για την πρόληψη και τη θεραπεία της ανεπάρκειας βιταμίνης D.
Σύμφωνα με δεδομένα από τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές (RCTs), μια τέτοια δόση μπορεί να βελτιώσει ορισμένα αποτελέσματα υγείας και είναι επαρκής για να αυξήσει και να διατηρήσει συγκεντρώσεις 25(OH)D στον ορό πάνω από 50 nmol/L (20 ng/mL) και πάνω από 75 nmol/L (30 ng/mL) σε >99% και >90% του γενικού ενήλικου πληθυσμού, αντίστοιχα. Σύμφωνα με στοιχεία, δεν υπάρχουν σημαντικές ανησυχίες για την ασφάλεια στη συμπλήρωση μιας τέτοιας δόσης για αρκετά χρόνια, ακόμη και σε άτομα με ήδη επαρκή κατάσταση βιταμίνης D κατά την έναρξη.
Συμπερασματικά ένα ημερήσιο συμπλήρωμα βιταμίνης D των 50 μg μπορεί να θεωρηθεί μια απλή, αποτελεσματική και ασφαλής δόση για την πρόληψη και τη θεραπεία της ανεπάρκειας βιταμίνης D στον ενήλικο γενικό πληθυσμό.